ἀνταρα͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταρα͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνταρα͜ιὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀdαρα͜ιὰ Λέσβ. ἀνταρκὰ Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀνταραία=κάλως, σχοινίον πλοίου. Πβ. Σχολ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1.227 «κάλωες δὲ τὰ ἄρμενα, τὰ λεγόμενα ἀνταραῖαι».
Σημασιολογία
1) Ξύλινον ὑποστήριγμα κλημάτων ἢ κλάδων δένδρου Λέσβ.: Ἀπ’ τοὺ χτισινὸ τοὺ σίφ’να ἔσπασαν πουλλὲς ἀdαρα͜ιές. 2) Κατὰ πληθ., οἱ τοῖχοι ἐπὶ τῶν ὁποίων στηρίζεται τὸ τόξον, ἡ καμάρα τοῦ δωματίου Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA