γαˬιδουροκεντˬεὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαˬιδουροκεντˬεὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαˬιδουροκεντˬεὰ ἡ, ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,234 γααροκεντεˬὰ Κῶς ᾿αδουροκεδεˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ κεντεˬά.

Σημασιολογία

1) Κέντημα κατὰ μεγάλα, ἀραιὰ διαστήματα. Συνών. *γαιˬδουροκεντούκλα. 2) Χονδρὸν καὶ δυσανάλογον ράψιμον Κῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/