ἀνταρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνταρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνταρεύω Ἤπ. Σκῦρ. -Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Δημητρ. ἀνταρεύου Ἤπ (Ζαγόρ.) ἀνταρεύγου Εὔβ. (Κύμ.) ἀdαρεύω Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν.) ’dαρεύω Ἄνδρ. Μέσ. ἀνταρεύομαι Βιθυν. (Κατιρ.) Κωνπλ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Βυτίν. Καλάβρυτ. Μεσσ. Σουδεν. Τριφυλ κ.ἀ.) –Λεξ. Αἰν. Βυζ. ἀdαρεύομαι Λευκ. Πελοπν. (Οἰν. Τρίκκ.) Προπ. (Κύζ.) ἀνταρεύουμαι Πελοπν. (Μαζαίικ.) ἀdαρεύουμαι Πελοπν. (Λακων.) ἀdαρεύουμι Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. Σκόπ. ᾽νταρεύγομαι Σίφν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντάρα. Τύπ. ἀνταρεύγω (θορυβῶ) ἐν Διγεν. Ἀκρίτ. στ. 947 (ἔκδ. Hesseling) ἐν Λαογρ. 3 (1911) 580.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Ταράσσω τινά, ἐμβάλλω εἰς ἀνησυχίαν τινὰ Ἄνδρ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. -Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ.: Μᾶς ἀdάρεψε μὲ τὸ τηλεγράφημά του Κεφαλλ. Ἦρθεν αὐτὸς καὶ μᾶς ἀντάρεψε Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Ἠdάρεψες τὸν κόσμο μὲ τοὶς φωνές σου Ἄνδρ. 2) Ἐνεργ. καὶ μέσ. κάμνω θόρυβον, θορυβῶ Εὔβ. (Κύμ.) Λευκ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. Τριφυλ. κ.ἀ.) -Λεξ. Αἰν. Μ.᾿Εγκυκλ.: Μὴν ἀνταρεύγῃς τόσον πολὺ νὰ μὴ μοῦ ξυπνήσῃς τὸ παιδὶ Κύμ. Μὴν ἀνταρεύῃς, κάθισε καλὰ Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Ἄκουσα κι ἀdαρευούσαστε Λακων. Γιὰ μὴν ἀνταρευόστε ν’ ἀκούσωμε πο͜ιὸς εἶναι Πελοπν. Τὴν ἀκούω κι ἀνταρεύεται, φαίνεται πῶς συγυρε͜ιέται Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. || ᾎσμ. Σὰ θάλασσ’ ἀdαρεύεται, σἁ κῦμα δέρν’ ὁ νοῦς τση Λευκ. 3) Περιπλέκω τινὰ εἴς τι Ἤπ.: Θὰ τὸν ἀνταρέψω. Συνών. μπερδεύω. Β) Μέσ. 1) Κινοῦμαι ζωηρῶς Σίφν. Μέσ’ ’ς τὸ σπίτι ’νταρεύγεται ὁ δεῖνα. 2) Κραυγάζω Πελοπν. (Βυτίν. Καλάβρυτ. Μαζαίικ. Σουδεν. Τρίκκ. κ.ἀ.): Τί ἀdαρεύεται πάλι αὐτός; Τρίκκ. Μὴν ἀνταρεύεσαι ἔτσι! Μαζαίικ. 3) Φλυαρῶ Πελοπν. (Βυτίν.): Μὴν ἀνταρεύεσαι καὶ δὲν ήξέρεις τί λές. 4) Φιλονικῶ, ἐρίζω Πελοπν. (Μαζαίικ. Μεσς. Οἰν. Τρίκκ. κ.ἀ.)–Passow Carm. popular. 351,2: Μὴν ἀνταρευόσαστε Μεσσ. Ἀdαρευτήκαμε Τρίκκ. || ᾎσμ. Ἕνα πουλλὶ θαλασσινὸ κιˬ ἄλλο πουλλὶ βουνήσιˬο μαλώνει κιˬ ἀνταρεύεται καὶ λέγει τοῦ βουνήσιˬου Passow ἔνθ’ ἀν. 5) Ταράσσομαι Κεφαλλ. Σάμ. -Λεξ. Βυζ.: Ἀdαρευτήκανε χωρὶς λόγο Κεφαλλ. Ἀdαρεύτ’κα σὰν ἄκ’σα τοὺ βρόdου Σάμ. 6) Δεικνύω ἐνεργητικότητα Βιθυν. (Κατιρ.) Προπ. (Κύζ.) -Λεξ. Αἰν.: Ἀνταρέψου δὰ κομμάτι Κατιρ. 7) Προσπαθῶ, ἐπιχειρῶ Σκόπ.: Τί ἀdαρεύισι νά κά’ς; Σκόπ. 8) Δεικνύω ἐπιθυμίαν Κωνπλ.: Ἀνταρεύτηκε κιˬ ὁ γέρως νά ’λθῃ πεζὸς μαζί μας. 9) Ἀναμειγνύομαι, περιπλέκομαι Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κεφαλλ.: Ἀνταρεύτηκαν στὴν προξενιˬὰ πολλοί ἄνθρωποι Ἤπ. ’Σ αὐτὴ τὴ δ’λε͜ιὰ ἀνταρεύκαν πουλλοί Ζαγόρ. || Φρ. Ἀdαρεμένη δουλε͜ιὰ (περίπλοκος ὑπόθεσις. Συνών. φρ. μπερδεμένη δουλε͜ιὰ) Κεφαλλ. 10) Καλύπτομαι ὑπὸ ὁμίχλης Θρᾴκ. (Αἶν.)᾽ Συνών. ἀνταρώνω. 11) Καλύπτομαι ὑπὸ ἀχλύος, θαμβώνομαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν Θρᾴκ. (Αἶν.) Συνών. θαμπώνω. Πβ. ἀνταριˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/