ἁψώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁψώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁψώνω Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) –ΑΤραυλαντ. Ἐξαδέλφ. 10 –Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. Δημητρ. ἁψώνου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἁών-νω Κύπρ. ἁψώνω Ἤπ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Παξ. –ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 6 –Λεξ. Δημητρ. ἁώνου Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁψύς.
Σημασιολογία
1) Κάμνω τινὰ νὰ θυμώσῃ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) –Λεξ. Μ᾽Εγκυκλ. Δημητρ.: Μ’ ἅωσε πολὺ μ’ αὐτὰ τὰ λόγιˬα Ἤπ. Μὴν τ᾿ ἁψώνῃς τὰ πράγματα Λεξ. Δημητρ. Καὶ ἀμτβ. ἐνεργ. καὶ μέσ. ὀργίζομαι, ἐρεθίζομαι, θυμώνω Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κύπρ. Παξ.: Ἡ χολή της ἅωσε, τὸ πρόσωπό της ἐκοκκίνησε Κέρκ. Ἄμα τὰ ἤκ’σ’ αὐτά, ἅουσι Ζαγόρ. Μὴν ἁψώνης καὶ δὲ σὲ φοβᾶται κἀνένας Λεξ. Δημητρ. Μὴν ἁώνεσαι, παιδί μου, μόνον ν’ ἀκους ἐκεῖνο ποῦ σοῦ λέω Ἀργυρᾶδ. || ᾎσμ. Ποῦ τ᾽ ἄκουσεν ὁ βασιλεˬὰς ἁώθην τ’ ἐθυμώθην. Κύπρ. 2) Γίνομαι δριμύς τήν γεύσιν Κύπρ.: Τὸ ξίδιν ἐπάλιˬυνεν ταὶ ἅωσεν. 3) Αὐξάνω, δυναμώνω ΑΤραυλαντ ἔνθ’ ἀν. Μετοχ. 1) Καυστικὸς ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν.: Ἁωμένος ἥλιˬος 2) Ἰσχυρός, δυνατὸς Κέρκ. Ἁωμένος ἀέρας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA