ἀρτσίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρτσίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρτσίδι τό, Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λακων. Μεγαλόπ. Ὀλυμπ. Τριφυλ. κ.ἀ.) ἀριτσίδι Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Πρᾶγμα διάβροχον, κατάρρυτον: Ἔγινα ἀρτσίδι ἀπὸ τὴ βροχὴ Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λακων. Εἶμαι ἀρτσίδι ᾿Αρκαδ. Τὰ ροῦχα εἶναι ὁγρὰ ἀρτσίδι Αἴγ. Συνών. μουσκίδι , παπί, παπίδι, τσιτσίδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/