ἀνταρσία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνταρσία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνταρσία ἡ, λόγ. σύνηθ. ἀdαρσία Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀdαρτησία Κύθν. ἀνταρτασία Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀνταρdασία Ἤπ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀνταρσία. Τὸ ἀdαρτησία διὰ τὸ ἀντάρτης.

Σημασιολογία

1) Βία ἢ ἀντίστασις κατὰ τῶν νομίμων ἀρχῶν, στάσις, ἐπανάστασις ἔνθ’ ἀν.: Ἅμα διˬώξανε τὸν Ὄθωνα ἤτανε ἀdαρσία Κύθν. || ᾎσμ. ’Φέτου θὰ γένῃ πόλιμους, θὰ γέ’ ἀνταρτασία Αἰτωλ. 2) Ἀπείθεια, ἀνυπακοὴ Πέλοπν. (Λακων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/