ἄρτυμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρτυμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄρτυμα τὸ, κοιν. Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Τσακων. ἄρτεμα Καλαβρ. (Κοντοφ.) Παξ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἄρτουμα Τσακων. ἄρτομα Τσακων. ἄρτ’μα Θεσσ. Μακεδ κ.ἀ. ἄρτυμαν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ἆρτυσμα Ἀθῆν. Ἄνδρ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Οἰν.) Χίος κ.ἀ. ἄρτυσμαν Πόντ. (Οἰν. Σάντ Τραπ.) ἄρτυγμαν Πόντ. (Τραπ.) ἄρκιˬουμα Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄρτυμα.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἄρτυσις, τὸ καρύκευμα τοῦ φαγητοῦ μὲ οὐσίαν λιπαρὰν, οἷον ἔλαιον, βούτυρον, λίπος κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ.) Συνών. ἀρμάτωμα 3. β) Μεταφ. σφοδρὰ ἐπίπληξις Κρήτ. 2) Τὸ λιπαρὸν ἐν γένει ἄρτυμα τοῦ φαγητοῦ συνήθως τὸ μὴ νηστήσιμον κοιν. καὶ Καλαβρ. (Καρδ.) Τσακων.: Ἔβρασε τὸ φαεῖ, μον’τοῦ λείπει λιγάκι ἄρτυμα. Φαεῖ χωρὶς ἄρτυμα εἶναι ἄνοστο κοιν. β) Λίπος Καλαβρ. (Κοντοφ.) γ) Πληθ. ἀρτύματα, τὸ πιπέρι, τὸ ἁλάτι καὶ ἡ καννέλλα Κύπρ.: Βάλ-λω τ᾽ ἀρτύματα’ς τὴν σαλιˬέραν. Φέρε μου ᾽λ-λί’ ἀρτύματα νὰ βάλω ᾿ς τὸ φαεῖν μου. δ) Συνεκδ. τὸ λίπασμα τοῦ ἀγροῦ Χίος. Συνών. κοπριˬά. 3) Προσφάγιον, ὄψον, οἷον τυρὸς κττ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) Τσακων. κ.ἀ. Πολὺ νὰ βάνῃς τὸ ψωμὶ καὶ λίγο τ’ ἄρτεμα Λακων. Συνων ἰδ. ἐν λ. ἀρτοσύνη 2. β) Μικρὰ ποσότης οἱουδήποτε ἐδέσματος συνήθως ὀρεκτικοῦ Ἀθῆν.: Πάρτε το, παρακαλῶ, δὲν εἶναι τίποτε, εἶναι ἕνα ἄρτυσμα (πρὸς τὸν ἀποποιούμενον νὰ δεχθῇ αὐτὸ προσφερόμενον). 4) Φαγητὸν ἐν γένει τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι νηστήσιμον Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν. κ.ἀ.): Νὰ μοῦ δώσῃς λίγο ἄρτεμα Μάν. Βάρτε ἄρτυσμα νὰ φάμε Ἀπύρανθ. β) Κρέας ὁπωσδήποτε παρεσκευασμένον ἢ συσκευασμένον Πελοπν. (Μάν.): ᾌσμ. Μὲ τὸ πιθάρι τ᾿ ἄρτυμα | καὶ μὲ τ’ ἀσκία τὸ τυρι γ) Τὸ κρεοφαγεῖν, τὸ μὴ νηστεύειν ἐν ἡμέρᾳ νηστείας Θεσσ. Μακεδ. κ.ἀ.: Τ’ ἄρτ’μα εἶνι κακὸ Θεσσ. Συνών. λίγδωμα. 5) Τὸ προϊὸν τῆς γεωργίας (διότι οἱονεὶ ἀρτύνει, ἤτοι τέρπει) Χίος: ᾿Εφέτος ἡ γῆ ἔκαμε καλὸ ἄρτυμα. Πβ. ἀρτοσύνη, ἀρτυμασιˬά, ἀρτυματεˬά, ἀρτυματικόν, ἀρτυμή, ἀρτυμός, ἄρτυσι, ἀρτυσιˬά, ἀρτυσίδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA