γαˬιδουρόκομπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαˬιδουρόκομπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαˬιδουρόκομπος ὁ, ΑΣακελλ. Ἐγχειρ. ἀρμενιστ. 59 καὶ 564 - Λεξ. Δημητρ. γαδουρόκομπος ΛΠαλάσκ. Ὀνοματολόγ. 16 ΝΚοτσοβίλ. Ἐξαρτ. πλοίων 127 ᾿αδουρόκοbος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γαδαρόκομπος Μεγίστ. γαδαρόκουbους Ἴμβρ. Λέσβ. γααρόκομπος Κῶς γαδαόκουμπους Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ κόμπος.
Σημασιολογία
1) Κόμβος δι᾽ οὗ δένεται ὄνος Λέσβ.: Γνωμ. Κάλλιˬα γαδαρόκουbους παρὰ γαδαρουγύριμα (διὰ τὴν σημ. πβ. Γαιˬδουρόδεμα) Λέσβ. 2) Ὡς ὄρος ναυτικός, στερεὸς δεσμὸς δυσκόλως λυόμενος συνενῶν δύο σχοινία Ἀθῆν. Μεγίστ. Πειρ. κ.ἀ. - ΑΣακελλαρ. ἔνθ᾽ ἀν. ΛΠαλασκ. ἔνθ’ ἀν. ΝΚοτσοβ. ἔνθ’ ἀν. 3) Εἶδος κόμβου Ἴμβρ. Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σαμοθρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA