βλάχλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλάχλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βλάχλα ἡ, βράχλο τὸ, Λεξ. Βλαστ 457 βλάχλα Κέρκ. -ΠΓεννάδ. 199 -Λεξ. Βλαστ. 457 Δημητρ. βράχλα Κέρκ. -Λεξ. Βλαστ. 457 βάα Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βλάχνον κατ᾿ ἐξακολουθητικὴν ἀφομ. τοῦ ν πρὸς τὸ λ καὶ μεταπλασμὸν τοῦ γένους, δι ὃν πβ. καὶ Ἡσύχ. «βλάθρον. φυτὸν πτέρει [ὄν] ὅμοιον, ὅπερ ἔνιοι βλάχρον» καὶ «βλαχρόν. πόα τις» καὶ «βλήχρα. πτέρις».

Σημασιολογία

Εἴδη πτερίδων (felices) 1) Πτέρις ἡ ἀέτειος (pteris aquiline), τὸ βλῆχρον, τοῦ Θεοφρ. (Αἰτ. φυτ. 1, 7, 4). 2) Τὸ νεφρίδιον ἡ ἀρρενόπτερις (nephridium felix), τὸ βλῆχνο τοῦ Διοσκορ (4, 183), ὁ βλῆτρος τοῦ Νικάνδρ. (Θηρ. 39), τὸ μεταγν. βλάχνον (Σχολ. Νικάνδρ.) (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. Ὁρολογικ. δημώδ 8). Συνών. φτέρη ἀρσενικε͜ιά, φτέρη θηλυκε͜ιά (ἰδ. φτέρη).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/