ἀνταρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνταρώνω Τῆν. -Λεξ. Βλαστ. ἀνταρώνου Στερελλ. (Βοστιν. Καλοσκοπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντάρα.
Σημασιολογία
Καλύπτομαι ὑπὸ πυκνῆς ὁμίχλης ἢ νεφῶν ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ηντάρωσαν τὰ βουνὰ Τῆν. Ἀντάρουσι ἡ οὐρανὸς Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Συνών. ἀνταρεύω Β 10.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA