ἀρτυματικὸν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρτυματικὸν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρτυματικὸν τό, Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀρτυματικόν.

Σημασιολογία

Ἀρωματικὴ οὐσία πρὸς ἄρτυσιν τροφῶν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1.166 (ἔκδ. RDawkins) «εἶχαν καὶ πολλὴν προθυμίαν οἱ πραματευτᾶδες οἱ Σαρακηνοὶ νὰ πουλήσουν τὰ ἀρτυματικά τους καὶ πᾶσαν ἄλλην πραματείαν». Πβ. ἄρτυμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/