ἀνταφλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταφλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνταφλιˬάζω ἀμάρτ. ἀdοφλιˬάζω Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄνταφλος.
Σημασιολογία
Κάμνω τι ἄνευ προσοχῆς: Ἀdοφλιˬάζει αὐτὸς ὅπου πάει, πέφτει. Μετοχ. ἀdοφλιˬασμένος=ἀπρόσεκτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA