ἀρτυμιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρτυμιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀρτυμιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Καλαβρυτ.) ἀρτυμία Τσακων. ἀρτ’μιˬὰ Μακεδ. ἀρκυία Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρτυμή.
Σημασιολογία
1) Ἄρτυμα, καρύκευμα φαγητοῦ Μακεδ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) β) Ἡδύτης, νοστιμάδα φαγητοῦ προσκτωμένη διὰ τῆς ἀρτύσεως Μακεδ. 2) Ποσότης τυροῦ τὴν ὁποίανὁ βοσκὸς ὐποχρεοῦται νὰ δίδῃ εἰς τὸν ἰδιοκτήτην προβάτων, τὰ ὁποῖα αὐτὸς ἐπιμελεῖται καὶ ἀμέλγει, περίπου τρεῖς ὀκάδες κατὰ πρόβατον Τσακων. Πβ. ἄρτυμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA