βλαχόκαλτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαχόκαλτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βλαχόκαλτσα ἡ, σύνηθ. βλαχόσκαλτσα Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βλάχος καὶ τοῦ οὐσ. κάλτσα.
Σημασιολογία
1) Περιπόδιον ἐκ χονδροῦ ἐγχωρίου μαλλίου σύνηθ. 2) Μετων. ἄνθρωπος ἄξεστος, ἀγροῖκος Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA