βλαχοκαλύβα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαχοκαλύβα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βλαχοκαλύβα ἡ, σύνηθ. βλαχοκάλυβα ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρουμελ 17.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βλάχος καὶ τοῦ οὐσ. καλύβα. Ὁ τονισμὸς ἐν τῷ τύπ. βλακοκάλυβα κατὰ τὸ βλαχοκάλυβο.

Σημασιολογία

Καλύβη τῶν βλαχοποιμένων. Συνών. βλαχοκάλυβο, βλαχοκάτουνο, βλαχοκονάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/