ἄνταφλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄνταφλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄνταφλος ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γαργαλ. Σουδεν. κ.ἀ.) ἄdαφλος Πελοπν. (Λακων.) ἄντζαφλος Πελοπν. (Ἀρκαδ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Ὁ κάμνων ἢ λέγων τι ἄνευ προσοχῆς, ἄτακτος ἔνθ’ ἀν: Μ’ ἐπάτησες, γιˬατί ’σαι ἄνταφλος; Γαργαλ. Εἶναι ἄνταφλος ᾿ς τὰ λόγιˬα του αὐτόθ. Ἄdαφλος ἄνθρωπος εἶναι, ὅθε πάει σκοdάφτει Λάκων. Συνών. ἄτσαλος. β) Αἰφνίδιος Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.): Μοῦ ’ρθε ἄdαφλη (ἐνν. ἡ μπάτσα) Ἀρκαδ. Θὰ σοῦ τὴν φέρω ἄdαφλη Λακων. Συνών. ξαφνικός. 2) Τυφλὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.): Ἄντζαφλος εἶσαι καὶ σκουντᾷς Ἀρκαδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/