βλαχοκάλυβο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαχοκάλυβο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βλαχοκάλυβο τό, πολλαχ. βλαχουκά’βου Στερελλ. (Κλών.) βλαχοκαλύβι ΚΠαλαμ. ᾽Ασάλ. ζωὴ2 59.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βλάχος καὶ τοῦ οὐσ. καλύβι.
Σημασιολογία
Βλαχοκαλύβα, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τραύιξες, βούιζε μιˬὰ βοὴ ἀπὸ μελισσολόι, ’ς τὴν πορτοπούλλα στάθηκες τοῦ βλαχοκαλυβιˬοῦ ΚΠαλαμ. ἔνθ' ἀν. Ἡ λ. κατὰ πληθ. Βλαχοκάλυβα τοπων. Θεσσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA