ἀντεικιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντεικιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντεικιˬάζω Λεξ. Αἰν. ἀdεικιˬάζω Κρήτ. Σῦρ. ἀντ᾽κιˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μέσ. ᾿ντεικιˬάν-νουμου Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀντεικάζω. Διὰ τὸν μετασχηματισμὸν εἰς –ιˬάζω πβ. καὶ παρασυνεικιˬάζω ἐκ τοῦ παρασυνεικάζω.
Σημασιολογία
1) Συμπεραίνω, εἰκάζω Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)-Λεξ. Αἰν.: Ἀντείκιˬασα πῶς κἀνιὰ διˬακουσαριˬὰ ὀκάδις σταφύλιˬα θὰ χάμου. 2) Ὑπολογίζω μετ᾿ ἀκριβείας, σημαδεύω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ποῦ ἀντ’κιάεις νὰ τοὺν βαρέῃς τοὺ λαγό; ’Σ τοὺ κιφά’. Ἀντείκιˬασα ποῦ νὰ ρίξου τοὺ ’θάρ’ κὶ τοὺ πέτ’χα τοὺ π᾿λλί. 3) Διακρίνω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἦταν σκουτάδ’ κὶ δὲν ἀντείκιˬαζα ποῦ εἶνι τὰ σπίρτα. Ἀντ᾽κιˬάεις ποῦ εἶν᾿ ἡ φουτιˬὰ πέρα ἰκεῖ ᾿ς τοὺ λόγγου;-Τ᾿ ἀιντ’κιˬάζου, νὰ ἰκεῖ μέσ᾿ ’ς τὰ ἔλατα. β) Ψηλαφῶ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Γλέπ’ς αὐτοῦ 'ς τοὺ τρισκόταδου;-Ἀντ’κιˬάζου κὶ πάου. Συνών. πασπατεύω. 4) Ἀπροσ. συμπίπτει, τυγχάνει Κρήτ. Σῦρ.: Ἀdείκιˬασε καὶ ἀπάντηξα τὸν δεῖνα. 5) Μέσ. ἀντιπαραβάλλομαι, συγκρίνομαι πρός τινα Λυκ. (Λιβύσσ.) Πβ. ἀπεικάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA