ἀρτυσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρτυσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀρτυσιˬὰ ἡ, ἀρτυσία Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Κάρπ. ἀρτεσία Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων.) ἀρτουσία Πελοπν. (Μάν.) ἀρκυσία Τσακων. ἀρτυσιˬά πολλαχ. ἀρτυσὰ Κρήτ. ἀρτυὰ Κύπρ. ἀρτ’σιˬὰ Μακεδ. (Βλάστ.) ἀρτ’ὰ Λέσβ. ἀρτ᾽σκιˬὰ Μακεδ. (Βελβ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀρτυσία . Τὸ ἀρτυσὰ καὶ παρὰ Βλαχ.
Σημασιολογία
1) Ἄρτυσις, καρύκευμα φαγητοῦ δι’ ἀρτύματος πολλαχ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλαχ. 2) Τὸ πρὸς καρύκευσιν φαγητοῦ χρησιμοποιούμενον οἰονδήποτε ἄρτυμα Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάρπ. Μακεδ (Βελβ.) Νίσυρ. Τσακων. κ.ἀ.: Δὲν εἶχαν ἀρτυσία τὰ φαγε͜ιά του Κάρπ. Βάλ’ἀρτυσία ᾿ς τὸ φαεῖ νὰ νοστιμίσῃ αὐτόθ. Ἄνοστό ᾽ναι ἅμα δὲν ἔχει τὴν ἀρτυσά dου τὸ φαεῖ Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ. 575 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. 66) «γοργὸν νὰ μαγειρεύουσι σὺν πάσαις ἀρτυσίαις». β) Λίπος χοίρου Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Συνών. λαρδί. γ) κύμινον δι᾽ οὗ ἀρτύονται ἐδέσματά τινα Κύπρ.: Βάλε ᾽λ-λίην ἀρτυσιˬάν ’ς τὸν ταβᾶν (ἔδεσμά τι). δ) Ἅλας Κύθηρ. ε) Πεφρυγμένον ἄλευρον τὸ ὁποῖον ἀναμειγνύεται μὲ ζάχαριν ἢ μέλι καὶ χρησιμεύει εἰς ἅρτυσιν τῶν κολλύβων τῆς ἐκκλησίας Λέσβ. ς) Προσφάγιον, ἤτοι τυρός, λίπος κττ. πολλαχ.: Ἡ καλύτερη ἀρτυσιˬά εἶν’ ἡ πεῖνα Λεξ. Περιδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρτοσύνη 2. ζ) Συνεκδ. κοπριὰ χρησιμεύουσα ὧς λίπασμα ἀγροῦ Κρήτ. 3) Ποσότης ἀρτύματος ἀρκοῦσα εἰς τὴν ἐφάπαξ ἀρτυσιν φαγητοῦ Κρήτ. Κύθηρ. κ.ἀ.: Μνιˬὰ ἀρτυσιˬὰ ἁλάτσι Κρήτ. Ἔχομε μία ἀρτεσία Κύθηρ. β) Ποσότης μικρὰ Τσακων.: Νιˬὰ ἀρκυσία ’ᾴι (λάδι). 4) Φαγητὸν μὴ νηστήσιμον, πασχαλινόν Πελοπν. (Μάν.) β) Κρεοφαγία Τσακων. Πβ. ἄρτυμα
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA