βλαχόπουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαχόπουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλαχόπουλλο τό, σύνηθ. βαχόπουλλε Τσακων. βλαχόπ’λλο Πελοπν. (Πύλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βλάχος καὶ τῆς καταλ. -πουλλο, δι ᾿ἣν ἰδ. -πουλλος.

Σημασιολογία

1) Ἄρρεν τέκνον Βλάχου σύνηθ. 2) Τὸ μικρὸν τοῦ ἰχθύος Βλάχου (ἰδ. σημ. 7) Πελοπν. (Μεσσ. Πυλ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Μεσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Ακαρναν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/