ἀντελόνικη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντελόνικη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντελόνικη ἡ, ἀμάρτ ἀντελούνιτη Κύπρ. (Γερμασ.) ἀντουλούνιτη Κύπρ. (Γερμασ.) ἀdελόνικε͜ια Κάλυμν. ἀμπελόνικε͜ια Κίμωλ. ἀbελόνικε͜ια Σέριφ. ἀντελόνικο τό, Νάξ. (Βόθρ. Φιλότ. κ.ἀ.) -Λεξ.Μ.᾿Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. ἀdελόνικο Κάλυμν. Κύθν. Πάρ. ἀdελό’κο Πάρ. (Λεῦκ.) ἀντελ-λντόνικο Ρόδ. (Σάλακ.) ἀντελούνικο Κύπρ. (Τιλλιρ.) ἀλ-λεντόνικο Ρόδ. (Κρεμαστ.) ἀβdελ-λdόνικο Ρόδ. (Ἀρχάγγελ.) ᾿ντελόνικο Νάξ. (Φιλότ.) ᾿dελόνικο Νάξ. (Κορων.) ’τελόνικο Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀμπελόνικο Κίμωλ. Σίφν. ἀbελόνικο Σέριφ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀντελόνικος. Οἱ τύπ. ἀμπελόνικε͜ια καὶ ἀμπελόνικο κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ἀμπέλι.
Σημασιολογία
1) Θηλ. εἶδος συκῆς φερούσης σῦκα κατὰ τὸ φθινόπωρον Κάλυμν. Κίμωλ. Κύπρ. (Γερμασ.) Σέριφ. -Λεξ. Μ. ’Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Συνών. *ἀντελονοσυκεˬά. 2) Οὐδ. εἶδος σύκου ὡριμάζοντος κατὰ τὸ φθινόπωρον Κάλυμν. Κίμωλ. Κύθν. Κύπρ. (Τιλλιρ.) Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Φιλότ. Κορων. κ.ἀ) Πάρ. (Λεῦκ.) Ρόδ. (Ἀρχάγγελ. Κρεμαστ. Σάλακ.) Σέριφ. Σίφν. Συνών. *ἀντελονόσυκο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA