ἄντεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄντεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄντεμα τό, Ἤπ. ἄdεμα Κεφαλλ. ἄντιμα Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ἀdιμα Ἤπ. (Ἰωάνν.) ἀdέσμα Θεσσ. ἄντισμα Στερελλ. (Ἄμφ.) ἔντημα Χίος ἔdημα Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.) ἔντισμα Μακεδ. (Καταφύγ.) ’ντέμα Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) Τῆν ’dέμα Θεσσ. ’dέσμα Θεσσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντένω. Ἡ μετακίνησις τοῦ τόνου ἐν τῷ τύπ. ἀdέσμα διὰ τὸ πληθ. ἀdέσματα, τὸ δὲ σ διὰ τὰ πολλὰ εἰς -σμα ὀνόματα. Τὸ ε τοῦ τύπ. ἔντημα διὰ τὸν ἀόρ. ἔντεσα.

Σημασιολογία

1) Συντυχία Ἤπ.: Φρ. Καλὸ ’ντέμα! (εὐχὴ πρὸς κόρην πρὸς καλὴν ἀποκατάστασιν). 2) Τὸ νὰ συναντήσῃ τις ἐμπόδιόν τι, τὸ νὰ προσκόψῃ τις κἄπου Κεφαλλ. β) Ἐμπόδιον εἰς τὸ ὁποῖον προσκόπτει τις Τῆν. 3) Κακὸν συναπάντημα, κακὴ ἐπήρεια δαιμονίων Ἤπ. Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.): Κακὸν ᾿dέσμα ἦταν Θεσσ. || Φρ. Κακὸν ἄντιμα νὰ σ’ εὕρ’! (ἀρὰ) Καλοσκοπ. β) Νευρικὸν νόσημα τὸ ὁποῖον κατὰ τὰς λαϊκὰς δοξασίας ὀφείλεται εἰς συνάντησιν δαιμονίων Ἤπ. (Χουλιαρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ.): Τοὺ ἄντιμα θέ’ διαβάσματα ἀποὺ παππᾶδις Αἰτωλ. 4) Φάσμα ἐμφανιζόμενον κατὰ διαφόρους περιστάσεις Κρήτ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Χίος: Εἶδα ἕνα ἔdημα Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/