ἀντεπίσκοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντεπίσκοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντεπίσκοπος ὁ, Τῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. ἐπίσκοπος.
Σημασιολογία
Ὁ ἀντικαθιστῶν τὸν ἐπίσκοπον: ᾎσμ. Ποῦ νά ’βρω ᾿γὼ πνεματικό, καλὸν ἐξαοράτη, ποῦ νά ’βρω ἀντεπίσκοπο νὰ πῶ τὰ κρίματά μου Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA