γιˬασεμόλαδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬασεμόλαδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬασεμόλαδο τό, Χίος-Λεξ. Πόππλετ. Περίδ. Μπριγκ. Βλαστ. 281 Πρω. Δημητρ. γιˬασιμόλαδο Λέρ. γιˬασουμολαδο Χ. Χαριτωνίδ., εἰς Ἀθηνᾶν 25 (1914), 165 -Λεξ. Περίδ. Βυζ. γιˬασιμόλαδου Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γιˬασεμί, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. γιˬασιμί, γιˬασουμί, καὶ λάδι. Ἡ λ. καὶ εἰς Κ. Δαπόντ., 108. Πβ. Κορ Ἄτ. 4,181.
Σημασιολογία
Τὸ ἐκ τῶν ἀνθέων τοῦ ἰάσμου ἐξαγόμενον μυρεψικὸν ἔλαιον ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Τοὺ γιασιμὶν ἠκλάδιψα κὶ θὰ τοὺ λαμπικάρου, νὰ βγάλου γιˬασιμόλαδου, τὴν νύχτα νὰ σὶ ράνου Λιβύσσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA