ἀρχαιολογία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχαιολογία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρχαιολογία ἡ, Ἀθῆν.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀρχαιολογία=ἱστορικὴ ἔρευνα πραγμάτων ἀρχαίων.

Σημασιολογία

1) Πρᾶγμα παλαιὸν ἢ πρόσωπον πολὺ προχωρημένης ἡλικίας: Αὐτὴ εἶναι ἀρχαιολογία. 2) Πρόσωπον γνωρίζον καὶ ἀφηγούμενον πολλὰ παρελθόντα πράγματα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/