βλάψιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλάψιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλάψιμο τό, βλάψιμον Κύπρ. Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. βλάψιμο σύνηθ. καὶ Τσακων. βλάψ’μου βόρ. ἰδιώμ. βλά’μου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βλάφτω.

Σημασιολογία

1) Βλάβη ἐλάττωμα, μειονέκτημα σωματικὸν ἢ ἠθικὸν σύνηθ. καὶ Τσακων.: Βλάψιμο τοῦ ποδαριˬοῦ-τοῦ χεριˬοῦ σύνηθ. Τοὺ βλάψ’μου τ᾽ ἕν᾿ ἀγιˬάτριφτου ᾿Αράχ. Ἔπαθ᾽ τοὺ πόδ᾽τ’ βλάψ’μου αὐτόθ. || Φρ. Ἔ’ ψ’λὰ βλάψ’μου (δὲν εἶναι διανοητικῶς ὑγιὴς) αὐτόθ. || Ποίημ. Νὰ ζήσουν τὰ παιδάκιˬα μας, νὰ ’χουνε καλὴ τύχη καὶ νὰ μὴ ἰδοῦνε, Φωτεινέ, βλάψιμο ᾽ς ἕνα νύχι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,381. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Γ 971-2 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) « . . . νὰ πᾶς καλλιὰ ’ς τὸν ᾍδη, | παρὰ νὰ κάμῃς τσῆ τιμῆς βλάψιμο κι ἀσκημάδι». 2) Ἡ νοσηρὰ ἐπήρεια τὴν ὁποίαν ὑφίσταταί τις ἐπὶ τῇ θέᾳ νεκροῦ ἢ ἑτοιμοθανάτου Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Συνών. βλαψίος. 3) Βλαψίδι 1, ὃ ἰδ., πολλαχ.: Ἔχει κακὸν βλάψιμον, οὕλη μέρα φτύν-νει, οὕλη μέρα ξερνᾷ Κύπρ. Πβ. βλάψι, βλαψιˬά, βλαψίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/