βλέμμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλέμμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλέμμα τό, κοιν. καὶ ’Απουλ. Τσακων. βλέμ-μα Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. ᾽Οξύλιθ.) βλέμ-μαν Κύπρ. γλέμμα Θρᾴκ. Κεφαλλ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βλέμμα.

Σημασιολογία

1) Ἡ κατεύθυνσις καὶ προσήλωσις τῶν κορῶν τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς ἐνδιαφέρον ἀντικείμενον ἔνθ᾿ ἀν.: Σηκώνω-στρέφω-χαμηλώνω τὸ βλέμμα. Ἄγριο-γλυκὸ-σκληρὸ-τρυφερὸ-φοβισμένο βλέμμα κοιν. Ὦν᾽ γεοῦντα τὸ βλέμμα σι (δὲν γελᾷ τὸ βλέμμα του) Τσακων. || Γνωμ. Βλέμμα χαμηλό, βλέμμα πονηρὸ Κεφαλλ. || ᾎσμ. Σὰν ἀστραπὴ τὸ βλέμμα τως, σὰν ἄνεμος τὸ ιδεῖ τως Κάρπ. -Ποίημ. Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα | μέσ᾿ ’ς τὰ κλάηˬματα θολὸ καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα, | πλῆθος αἷμα Ἑλληνικὸ ΔΣολωμ. 2. Συνών. βλεμματιˬά, ματιˬά. 2) Χρωματιστὸν μέρος ψηφίδος ἢ θραύσματος πορσελάνης Θρᾴκ. (Τσακίλ.): Ἔχω πέdε ψῆφες μὲ βλέμμα καὶ τρεῖς μὲ τσίbλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/