βλεμματιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλεμματιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βλεμματιˬὰ ἡ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) -Λεξ. Δημητρ. βλιμματιˬὰ Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βλέμμα καὶ τῆς καταλ. –ιˬὰ κατὰ τὸ συνών. ματιˬά.
Σημασιολογία
Βλέμμα 1, ὃ ἰδ.: Ἔρριξα μιὰ βλιμματιˬὰ Μακεδ. || ᾎσμ. Εἰς ὡραῖγον περιβόλι | ρίχνω μία βλεμματιˬὰ Σαρεκκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA