βλεμματιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλεμματιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βλεμματιˬάζω Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βλέμμα.

Σημασιολογία

Ἐπιδρῶ διὰ τοῦ βλέμματος ἐπί τινος, βασκαίνω τινά: Βλεμμάτιˬασε τὸ παιδὶ καὶ κόντεψε νὰ σκάσῃ. Συνών. βασκαίνω, βασκανίζω, ματιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/