ἀρχαῖος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχαῖος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρχαῖος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀρκαῖος Χίος (Πυργ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀρχαῖος.

Σημασιολογία

1) Παλαιὸς λόγ κοιν.: Ἀρχαῖος ἄνθρωπος. Ἀρχαῖοι Ἕλληνες. Ἀρχαία εἰκόνα. Ἀρχαῖο φόρεμα λόγ. κοιν. || Φρ. Κόντεψα νὰ γίνω ἀρχαῖος ἀπὸ τὸ κρύο-τὴν πεῖνα κττ. (δηλ. νὰ ἀνήκω εἰς τὴν ἀρχαιότητα, εἰς τὸ παρελθόν, ἤτοι νὰ ἀποθάνω). Τραύιξα κρύο-πεῖνα ποῦ γίνηκα ἀρχαῖος (ἤτοι ἀπέθανα ἀπὸ τὸ ψῦχος κτλ.) Μιλάει ἀρχαῖα (τὴν καθαρεύουσαν ἢ ἀκατάληπτον γλῶσσαν) πολλαχ. 2) Ὁ περὶ τὰ ἀρχαῖα ἀσχολούμενος λόγ. κοιν.: Ἀρχαία ἱστορία. 3) Οὐδ. πληθ., μνημεῖα τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς ἢ ἔργα τέχνης ἀρχαῖα λόγ. κοιν.: Τὸ δεῖνα μέρος ἔχει πολλὰ ἀρχαῖα. Πάμε νὰ δοῦμε τ᾿ ἀρχαῖα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/