ἀντεροδιˬαλύνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντεροδιˬαλύνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντεροδιˬαλύνω ἀμάρτ. ἀντεροδιˬαλύζω Νάξ. (Βόθρ. Φιλότ. κ.ἀ.) ἀdεροδιˬαλύζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿ντεροδιˬαλυῶ Ρόδ. Μέσ. ἀντεροδιˬαλύζομαι Νάξ. (Καλόξ. κ.ἀ.) Χίος ἀdεροδιˬαλύζομαι Πάρ. (Παροικ.) ἀdεροδιˬα’ζόμαι Πάρ. (Λεῦκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄντερο καὶ τοῦ ρ. διˬαλύνω.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἐνεργ. διαλύω, σπάζω τὰ ἔντερά τινος Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.): Θὰ σὲ πιˬάσω νὰ σ’ ἀdεροδιˬαλύσω! (ἀπειλή). || Φρ. Οἱ διˬαόλοι ν᾿ ἀdεροδιˬαλύσουν τὰ μέσα σου! (ἀρὰ) αὐτόθ. 2) Ἀμτβ. παράγω βορβορυγμὸν Νάξ. (Βόθρ.): Ἀντεροδιˬαλύζουν τὰ σωθικά μου μέσα. Συνών. γουργουρίζω. Β) Μεταφ. 1) Προξενῶ εἴς τινα ταραχὴν καὶ δυσφορίαν, στενοχωρῶ Νάξ. (Φιλότ.): Μὴ μ’ ἀντεροδιˬαλύζῃς. Καὶ μέσ. ταράσσομαι, δυσφορῶ, ἐρεθίζομαι, στενοχωροῦμαι Νάξ. (Ἀπύρανθ. Καλόξ. κ.ἀ.) Πάρ. (Λεῦκ. Παροικ.) Χίος: Ἀdεροδιˬαλύστηκα τώρᾳ δὰ ποῦ τὸν εἶδα Πάρ. Καθὼς τὸν εἶδα αἱματοκυλισμένο, ἀντεροδιˬαλύστηκα Χίος Ἄσε με, μή μου μιλῇς, γιατὶ ἀντεροδιˬαλύζομαι Καλόξ. Αὐτὴ ἡντεροδιˬαλυζούντανε, μὰ εἶντα νὰ πῇ Νάξ. Ἀντεροδιˬαλύζομαι νὰ σ᾽ ἀκούω νὰ τὰ λές Νάξ. 2) Μέσ. ζηλεύω, φθονῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. (Λεῦκ. Παροικ.): Ὅσο μὲ θωρεῖ, ἀdεροδιˬαλύζεται Ἀπύρανθ. Ἀdεροδιˬαλύζεσαι τώρᾳ σὺ, ὅσον ἀκούς καὶ λένε πῶς εἶμαι ᾿ὼ πεὸ καλὴ παρὰ σένα (’ὡ=ἐγὼ) αὐτόθ. 3) Ἀμτβ. φοβοῦμαι, δειλιῶ Ρόδ. Συνών. δειλιάζω, φοβᾶμαι. Πβ. ἀντεροθερίζω, *ἀντεροκαίω, ἀντεροκόφτω, ἀντερολύνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/