βλεπάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλεπάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βλεπάρις ὁ, Θήρ. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βλέπω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρις.

Σημασιολογία

᾿Αμπελοφύλαξ ἢ ἀγροφύλαξ. Συνών. ἀμπελᾶς 3, ἀμπελικὸς ΙΙ ἀμπελουργὸς 2, ἀμπελοφύλακας, βλεπάτορας 2, βλεπεˬὰς 2, βλεπητής, βλεπός, δραγάτης͵ χωραφιˬάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/