βλεπάτορας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλεπάτορας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βλεπάτορας ὁ, ᾽Αντικύθ. Θήρ. Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. ('Απύρανθ.) Ρόδ. κ.ἀ. -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Μ’Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. βλεπάτουρος Κύπρ. γλεπάτουρας Κύπρ. γλεπάτουρος Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βλέπω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άτορας. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 328 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «βλεπάτορα 'ς τσ᾽ ἀνημποριές, ᾿ς τὸ πρᾶμα νοικοκύρι». Τὸ βλεπάτουρος κατ᾿ ἐπίδρασιν τῶν δευτεροκλίτων. Τύπος βλεπάτορος καὶ ἐν Μαχαιρ. 1,626 (ἔκδ. RDawkins) «ἐβάλαν τὸν ’Αρνάτ Γιλιὰμ βλεπάτορον».

Σημασιολογία

1) Φύλαξ, φρουρὸς. ἐπιτηρητὴς Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ.: Ὁ σκύλλος εἶναι μᾶς ὁ βλεπάτοράς μας Κρήτ. || ᾎσμ. Καὶ γε͜ιά σου, γε͜ιά σου, Σαρατηνέ, γλεπάτουρα τοῦ τόπου Κύπρ. Συνών. βλεπε͜ˬὰς 1. 2) Βλεπάρις, ὃ ἰδ., 'Αντικύθ. Θήρ. Κρήτ. Νάξ. Ρόδ. -Λεξ. 'Ελευθερουδ. ΜἘγκυκλ. Πρω. Δημητρ. 3) Εἶδος καλλωπιστικοῦ φυτοῦ μὲ ἀνοικτὰ πράσινα παχέα φύλλα καὶ κίτρινα ἄνθη Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/