ἀντεροδιˬάλυστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντεροδιˬάλυστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀντεροδιˬάλυστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀdεροδιˬάλυστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀντεροδιˬαλυστὸς τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερητικὴν δι᾿ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ζηλεύων, ὁ μὴ ὑποφέρων ἀπὸ ζήλειαν: Καμώνεται δὰ πῶς εἶν’ ἀdεροδιˬάλυστος, μὰ ’φτὸς ἀdεροδιˬαλύζεται.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/