γαιˬδουρόσκοινο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιˬδουρόσκοινο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαιˬδουρόσκοινο τό, ἀμάρτ. γαδουρόσκοινο Κίμωλ. Μῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ σκοινί.
Σημασιολογία
Σχοινίον τὸ ὁποῖον φέρουν τὰ σάγματα τῶν ὄνων καὶ ἡμιόνων πρὸς φόρτωσιν μήκους ὀκτὼ μέχρι δέκα ὀργυιῶν. Συνών. γαιˬδουροτριχεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA