βλεπεˬὰς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλεπεˬὰς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βλεπεˬὰς ὁ, Α.Κρήτ. βλεπέος Ρόδ. βλεπεˬὸς Κάρπ. Νίσυρ. γλεπεˬὸς Κάρπ. Μακεδ. (Βελβ.) Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. βλεπὲς Δ.Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βλέπω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -εˬάς. Ὁ τύπ. βλεπέος ἐκ τοῦ πληθ. βλεπέων καθὼς καὶ τὸ γονέος ἐκ τοῦ γονέων κττ. Τύπ. βλεπεˬὸς καὶ ἐν Γεωργηλ. Θανατ. Ρόδ. στ. 329 (ἔκδ. Wagner σ. 42) «καὶ μανιγόρδους καὶ βλεπεοὺς περισσοὺς νὰ ρογεύγῃ», δι᾿ ὃν ὁ Κορ. Ἄτ. 2,237 ὑποθέτει ἀρχ. *βλεπαῖος σῳζόμενον εἰς τὸ παραδοθὲν ἀρχ. κύριον ὄν. Βλεπαῖος.

Σημασιολογία

1) Βλεπάτορας 1, ὃ ἰδ., Νίσυρ. Ρόδ.: Ἔβαλε βλεπεˬοὺς ἄμα διˬοῦν κἀνένα σπίτι κιˬ ἅφτει φῶς νὰ τοῦ τὸ λένε (ἔκ παραμυθ.) Νίσυρ. Φοᾶται μοναχή, θέλει γλεπεˬὸ Ρόδ. 2) Βλεπάρις, ὃ ἰδ., ἔνθ. ἀν.: Ἔπιˬασεν ὁ βλεπεˬὸς μιὰ γυναῖκα ᾿ς τ’ ἀμπέλι μας Νίσυρ. 3) Ὁ ἐντεταλμένος Μουσουλμάνος νὰ παρατηρήσῃ τὴν ἐπιτολὴν τῆς σελήνης καὶ ν᾿ ἀναφέρῃ τοῦτο εἰς τὸν καδῆν (σημ. ἀπηρχαιωμένη) Α. Κρήτ. 4) Ὁ φύλαξ τῆς πίννης μικρὸς καρκίνος, πιννοτήρης Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/