ἀντεροκαίω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντεροκαίω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντεροκαίω, μέσ. ἀντεροκαίομαι Ἤπ. ᾿Ιων. (Βουρλ.) ἀντιρουκαίουμι Ἤπ. (Χουλιαρ.) ’ντεροκαίομαι Χάλκ. ’dεροκαίομαι Σύμ. ’dιρουκαίουμι Β. Εὔβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄντερο καὶ τοῦ ρ. καίω.
Σημασιολογία
1) Αἰσθάνομαι ἐσωτερικὸν καῦμα, φλόγωσιν ἔνθ’ ἀν.: Ἀντεροκάηκα ἀπὸ τὴ δίψα Βουρλ. 2) Μεταφ. ἔχω ἐμμανῆ ἔρωτα Ἤπ.: Ἀντεροκάηκε αὐτὸς γιὰ τὴ δεῖνα. Πβ. ἀντεροδιˬαλύνω, ἀντεροθερίζω, ἀντεροκόφτω, ἀντερολύνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA