ἀρχεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρχεύω σύνηθ. ἀρχεύου βόρ. ἰδιώμ ἀρχεύγω Κέως Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ἀρκεύω Θρᾴκ. (Μέτρ.) Χίος κ.ἀ. ἀρκεύγω Κάρπ. ἀρκεύgω ἐνιαχ. ἀρκεύκω Κύπρ. ἀρτσεύκω Ἀστυπ. ἀρ,εύω Πόντ. (Κερασ.) ᾿ρχέφω Ρόδ. ᾿ρκέφω Ρόδ. Παθ. ἀρκεύκομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀρχεύω=εἶμαι ἀρχηγός, ἄρχω. Ὁ τύπ. ἀρχεύγω καὶ ἀρκεύγω καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,628 (ἔκδ. RDawkins) «ἀπεκεῖ κάν-νουν καὶ ἀρχεύγου νὰ πάρουν βετέττα» καὶ 1,142 ἀρκέψα νὰ μαθάνουν». Τὸ παθ. ἀρχεύομαι καὶ μεσν. ἐν ἐπιγραφῇ τοῦ 1214 Byzant Zeitschr. 7 (1898) 499 «ἔκτισα πύργον… καὶ ῆρχεύθη Ἀπριλίου…».

Σημασιολογία

Κάμνω ἀρχὴν πράγματός τινος, ἀρχίζω, ἄρχομαι ἔνθ᾿ ἀν.: Θ᾿ ἀρχέψω τὴ δουλε͜ιά. Τὸ δέντρο ἀρχεύει νὰ ξεραίνεται. Τὸ παιδὶ ἀρχεύει νὰ διˬαβάζῃ. Ἄρχεψε νὰ βρέχῃ. Ἀρχέψαν νὰ τρῶνε σύνηθ. Ἀρχεύγει καὶ λέει Ἀπύρανθ. Ἤρκεψεν σιγὰ σιγὰ καὶ μίλησε Χίος Ἄν σὲ ἀρκέψω, ᾿ὲν θὰ ξέρῃς ποῦ νὰ περάσῃς Ρόδ. Ἀρτσεύκουν τους ᾿ς τὲς ματσουτσὲς ὥσπου κάμαν τους σαπητοὺς Ἀστυπ. Ἀρχεύ᾿ νὰ μὶ δ᾿ψάῃ - νὰ μὶ νυστάζ᾿ κτλ. (ἀρχίζω νὰ διψῶ, νὰ νυστάζω) Μακεδ. (Κοζ.) Δουλε͜ιὰ πὄν ἀρκεύκεται ποτ-τέ της ᾿ὲν τελε͜ιών-νει (πὄν ==ποῦ δὲν) Κύπρ. || Γνωμ. Σάββατον ἄρκευγε καὶ μὴ ξετελεύγῃς (ἡ ἀρχομένη κατὰ Σάββατον ἐργασία δὲν πρέπει νὰ τελειώνῃ βιαστικὰ ἀλλὰ νὰ συνεχίζεται καὶ τὴν Δευτέραν) Κάρπ. ᾌσμ. Ἄρχεψ᾿ ὁ νεˬὸς νὰ τραγουδῇ, ἄρχεψ᾿ ὁ νεˬὸς νὰ λέγῃ Λεξ. Δημητρ. Σὰ δὲν ἠξέρῃς ν᾿ ἀγαπᾷς, καρδιˬὲς μὴν ἀγκυλώνῃς, κιˬ ὅ,τι ν᾿ ἀρχεύγῃς μιˬὰ δουλε͜ιὰ νὰ τὴνε τελειώνῃς Ἀπύρανθ. Ἀρκὴν ἀρκεύκω τὸ λοιπὸν τ᾿ οὕλοι ν᾿ ἀφικραστῆτε Κύπρ. Ἀάπη ὅταν ἀρκεύκεται, ἔν᾿ ὀμορφιˬὰ τοῦ τόπου, τιˬ ὅταν ἀποχωρίζεται, ἔν᾿ σκοτωμὸς τ᾿ ἀγρώπου (ἀνθρώπου) Κύπρ. Καὶ ἀμτβ. ἐνεργ. καὶ μέσ. πολλαχ.: Ἀρχέψανε οἱ ζέστες πολλαχ. Τώρᾳ ποῦ ᾽ναι βίδιˬα νὰ πααίνωμεν, μὴν ἀρκέψῃ πάλιν ἡ κακωσύνη (βίδιˬα=εὐδία) Κῶς ᾎσμ. Ἀρκέψαν τὰ βυζούδκιˬα σου, κόρη, ταὶ καρυώνουν τ᾿ ἐσένα βάλ-λουν ὀμορφιˬὲς τ᾿ ἐμένα χαντακών-νουν Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. S στ. 989 (ἔκδ. JLambert) «ἀρχεύει ἡ νύκτα». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρχάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/