γιˬασλανεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬασλανεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬασλανεύω Πόντ. (Οἰν.) Παθ. γιˬασλανεύκομαι Μετοχ. γιˬασλανεμένος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaslanmak = στηρίζομαι.

Σημασιολογία

Ἀναπαύομαι, ξαπλώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/