ἀντεροκομμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντεροκομμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀντεροκομμὸς ὁ, ᾿Ιόνιοι Νῆσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντεροκόφτω.

Σημασιολογία

Ἀντερόκομμα, ὃ ἰδ.: Γνωμ. Γλυκὰ λόγιˬα τ᾿ ἀφεντός, | πίκρα κιˬ ἀντεροκομμὸς (ἐπὶ προσποιητῶν περιποιήσεων πρὸς ἐκμετάλλευσιν). Εἶναι καὶ τὸ βιός, μὰ εἶναι κιˬ ὁ ἀντεροκομμὸς (ἡ περιουσία, ὁ πλοῦτος ἔχει καὶ τοὺς περισπασμοὺς του).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/