γιˬασμάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬασμάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬασμάκι τό, Ἀθῆν. (παλαιότ.) Καππ. (Μαλακ. κἀ.) Κρήτ. (Νεάπ.) Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπυρανθ.) - Α. Παπαδιαμ., Νοσταλγ., 41 Γ. Βλαχογιάνν., Μεγάλ χρόν., 116 Χ. Χρηστοβασ., Χρόν. σκλαβ., 3 Δ. Καμπούρογλ. Νεράιδ. κάστρ., 100 Ν. Ἑστ. 17 (1935), 140 -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 329 γιˬασμά’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaşmak = πέπλος.

Σημασιολογία

Εἶδος καλύπτρας τοῦ προσώπου τὴν ὁποίαν ἔφερον αἱ Ὀθωμανίδες ὑπὸ τὸν φερετζὲν ἔνθ᾽ ἀν.: Οἱ Φράγκοι ἀναγκαστήκανε νὰ βάλουνε γυναῖκες χριστιανὲς νὰ ψάχνουν τὶς χανούμισσες κάτου ἀπὸ τὰ μαῦρα τους γιˬασμάκιˬα Γ. Βλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. Φοροῦσε τὸν τότε καταραμένο φύλακα τῆς γυναίκειας Τούρκικης ὀμορφιˬᾶς, τὸ ζηλιˬάρικο γιˬασμάκι Χ. Χρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. Εἰς τοῦ Γιˬάννη τῆς Παντελοῦς τὸ στενὸ ἔβγαινε μία καντίνα μὲ τὸν λευκὸν φερετζὲν καὶ τὸ γιˬασμάκι της (καντίνα = γυνὴ) Α. Παπαδιαμ ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/