γιˬαστίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαστίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαστίκι τό, Δαρδαν (Λάμψακ.) Κρήτ. Χίος γιˬαστί᾿᾽ Α. Ρουμελ (Σιναπλ.) Βιθυν. (Κουβούκλ.) Θρᾴκ. (Ἡρακλίτσ. Καλλίπ. Μάδυτ. Μέτρ Σουφλ.) Μακεδ. (Βέρ. Κοζ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πέραμ.) ἀγιˬαστίκι Πελοπν. (Ἀχαΐα) Μακεδ. (Ἄσσὴρ.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yastik = προσκεφάλαιον.

Σημασιολογία

1) Προσκεφάλαιον Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Κρήτ.: Παίρνει τέσσερα κεdητὰ γιˬαστίκιˬα γιˬὰ προῖκα Κρήτ. β) Ἐπικάλυμμα προσκεφαλαίου, μαξιλαροθὴκη Πελοπν. (Ἀχαΐα). 2) Τεμάχιον ξύλου τιθέμενον ἐπὶ τοῦ σιδηροῦ ἄξονος τῶν δύο παραλλὴλων τροχῶν τῆς ἁμάξης καὶ χρησιμεῦον εἰς τὴν στὴριξιν τοῦ κύτους αὐτῆς Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) Δαρδαν. (Λάμψακ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Προπ. (Πέραμ.): Τὰ γιˬαστίκιˬα τοῦ ἀραμπᾶ Λάμψακ. 3) Φυτώριον, πρασιὰ Θρᾴκ. (Ἡρακλίτσ. Μέτρ.) Μακεδ. (Ἄσσὴρ.) Προπ. (Ἀρτάκ.): Ἅμα πάῃ καλὸς ὁ καιρός, ἀρκεύ’νε νὰ κάμν’νε γιˬαστίκιˬα τ᾿ς καπνοὶ Μέτρ. β) Θερμοκὴπιον Βιθυν. (Κουβούκλ.) Μακεδ. (Βέρ.) Χίος: Σήμιρα τὰ γιˬαστίκιˬα τά ’χουμι σκιπασμένα μὶ πλαστικό. Παλιότιρα τά ᾿χαμι μὶ τζάμια Βέρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/