γιˬαταγάνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαταγάνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬαταγάνα ἡ, πολλαχ γιˬατ-αγάνα Μεγίστ.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. γιˬαταγάνι.
Σημασιολογία
Μεγάλον γιˬαταγάνι, τὸ ὁπ. βλ., πολλαχ : Ἕνας ἀράπης τοῦ Μπραήμη βρῆκε τὸ μπάρμπα τοῦ Μαθιˬοῦ ’ς τὸ ταμπούρι του λαβωμένονε καὶ τὸν ἔκοψε μὲ τὸ γιˬαταγάνι του Πελοπν. (Παιδεμέν.) || Παροιμ. φρ. Μάαιρα δώτσῃς, γιˬατ-αγάνα λάβῃς (Πβ. ΚΔ., Ματθ. 25,53: «οὶ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀπολοῦνται») Μεγίστ. «Η λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬαταγάνας καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Ἤπ. (Ἄρτ.) Θεσσ. (Βόλ. Καρδίτσ. Λάρ. Φάρσαλ.) Λέσβ. (Μυτιλήν.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Κασσάνδρ.) Πελοπν. (Κυνουρ. Περιθώρ.) Στερελλ. (Ἀγρίν. Καρπεν. Λαμ. Λεβάδ. Φθιῶτ.) καὶ ὡς παρωνύμ. Ἄνδρ (Κόρθ.) Πελοπν. (Κυνουρ. Χατζ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA