βλεπίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλεπίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βλεπίδα ἡ, ἀμάρτ. ἐβλεπίδα Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βλέπω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδα.
Σημασιολογία
Συνήθως κατὰ πληθ., οἱ βλαστοὶ οἱ ἐκφυόμενοι ἐκ τῆς ρίζης κοπέντος δένδρου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA