ἀντερόξυσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντερόξυσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντερόξυσμα τό. ἐνιαχ. -Λεξ. Βυζ. Δημητρ. ἀdερόξυσμα Κεφαλλ. ἀντιρόξυσμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀdιρόξυσμα Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀντιρόξυμα Ἤπ. (Χουλιαρ.) ’ντιρόξυσμα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄντερο καὶ ξύσμα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Συνήθως ἐν τῷ πληθ., τὰ βλεννώδη ἐκκρίματα τῶν ἐντέρων ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει τὸ παιδὶ ἀντεροξύσματα πολλὰ Πελοπν. (Κορινθ.) Θέ’ νὰ βγά’ς οὕλα τὰ ’ντιρουξύσματα ἀπ’ τ’ ἄντιρα (ἐνν. ζῴου σφαγέντος) Αἰτωλ. 2) Μετων. ἄνθρωπος βδελυκτός, ἀηδὴς Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA