βλέπω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλέπω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βλέπω κοιν. καὶ ᾽Απουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) βλέπου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Καππ. (Σίλ.) βλιέπου Μακεδ. Στερελλ. βλεπάω Κύπρ. βρέπου Λέσβ. (Μανδαμᾶδ.) φλέπω Ἀστυπ. ἐβλέπω Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Νίσυρ. Πόντ. Χίος ἠβλέπω Κεφαλλ. Κύπρ. Σύμ. ἀβλέπω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀβλέπου Καλαβρ. (Μπόβ.) βλέω Ἀπουλ. γλέπω 'Αθῆν. (παλαιότ.) Βιθυν. Ζάκ. Θήρ. (Οἴα) Θρᾴκ. (Μέτρ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Κέως Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Λευκ. Μέγαρ. Μεγίστ. Μῆλ. Νάξ. (Δαμαρ.) Πελοπν. (’Αργολ. ’Ανδροῦσ. ᾿Αρκαδ. Βούρβουρ. Βυτίν. Λακων. Λάστ. Λεντεκ. Καλάβρυτ. Καλάμ. Καρυὰ Κορινθ. Μαζαίικ. Πυλ. Σουδεν.) Παξ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Ρόδ. Σύμ. Σῦρ. Τῆν. γλέπου Α.Ρουμελ. (Μεσημβρ. Σωζόπ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Τζουμέρκ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Διδυμότ. Σαρεκκλ.) Λέσβ. (Πάμφιλ. κ.ἀ.) Λῆμν. Μακεδ. (Βελβ. Βογατσ. Γκιουβ. Μελέν. Χαλκιδ.) Μεγίστ. Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. ᾿Αρκαδ.) Σκόπ. Στερελλ. (’Αγρίν. Αἰτωλ. ᾿Αρτοτ. Λοκρ.) Τῆν. Χίος γλιˬέπου Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Μακεδ. κ.ἀ. γλέφω Μεγίστ. γρέβω Καππ. ἐγλέπω Κύπρ. ἠγλέπω Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Σύμ. δλέπου Λέσβ. δλιˬέπου Μακεδ. λέπω Αἴγιν. Εὔβ. (Κύμ. Λίμν.) Κορσ. Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Γελίν. Γέρμ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Λακων. Μάν. Μεγαλόπ. Τρίκκ. Φεν.) Πόντ. λ-λέπου Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. ᾽Οξύλιθ.) λιˬέπω Ἀθῆν. (παλαιότ.) λέπου Β.Εὔβ. (Στρόπον. κ.ἀ.) Εὔβ. (Κύμ) Θεσσ. (Τρίκκ.) Πελοπν. (Μάν.) Σκῦρ. Στερελλ. (᾽Αράχ. Λοκρ. Παρνασσ. κ.ἀ) ἐλέπω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Σούρμ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) βλεπίζω Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) κ.ἀ. 'Αόρ. ἐνεργ. εἶδα κοιν. εἶdα Καππ. (Φερτ.) εἶτα Καλαβρ. (Μπόβ.) εἶιˬδα Β.Εὔβ. Θεσσ. (Καρδίτσ. Πήλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.) Σάμ. Σκόπ. εἶγδα Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. γεῖδα Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ.(Χαλκιδ.) Σαμοθρ. εἶδιˬα Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ. Αἶν. ’Ορτάκ.) Καππ. Μύκ. Προπ. (Κύζ. Πάνορμ.) Τῆν. εἶα ’Ικαρ. Κάρπ. Κύπρ. Χίος εἶγα Κύπρ. εἶρα Καππ. (Ἀραβάν.) ἔδα Θήρ. Ἰων (Κρήν.) Κρήτ. Νάξ. (Δαμαρ. Τρίποδ.) Πελοπν. Σέριφ. Σκῦρ. ἔδιˬα Σῦρ. ἄ͜ειδα Στερελλ. (Αἰτωλ.) εἴδακα Πελοπν. (Μάν.) εἴδεκα Κορσ. Πελοπν. (Μάν.) εἴδηκα Σκῦρ. Σύμ. Τῆν. εἴδ’κα Θρᾴκ. (Ξάνθ.) διˬῆκα Δαρδαν. (Καλαφάτ.) Τῆν. ἐβλέπησα Κρήτ. ἔβλετσα Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄβλετσα Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄβλεξα Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿Αόρ. παθ. εἰδώθηκα σύνηθ. Ὑποτ. ἀόρ. ἐνεργ. ᾽διῶ Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Βιθυν. Θάσ. (Θεολόγ.) Θρᾴκ. (Κομοτ.) Κωνπλ. Μύκ. Νίσυρ. Προπ. (Κύζ) Τῆν. κ.ἀ. ᾽δγῶ Μακεδ. (Γκιουβ.) γιδῶ Μακεδ. Λευκ. ’γδῶ Κεφαλλ. ’γιˬῶ Καππ. (Σινασσ.) Ρόδ. ᾽γῶ Κύπρ. ἰδοῦ Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) ᾽διˬοῦ Εὔβ. (Κουρ.) ᾽δοῦ Εὔβ. (Κύμ.) Σκῦρ. ’dῶ Καλαβρ. (Μπόβ.) ’ζιˬῶ Καππ. (Μαλακ. Σινασσ.) ἀιˬῶ Καππ. ἔιˬδω Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν.) ἐῶ Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ’ῶ ’Ικαρ. Προστακτ. ἔβλεπε Χίος ᾽διˬὲς Εὔβ. (Κουρ.) κ.ἀ. ᾽διˬέσε Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) βλεπήσου Κρήτ. βλέπουσε Κρήτ. βλεπήθου Κύπρ. βλέφσε ᾿Απουλ. (Καλημ.) βλὲς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) βρὲ Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾽Απαρ. ἐνεστ. ἐλεπεῖναι Πόντ. (Σαράχ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἐλέπ'ναι Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἐλεπέσ’ναι Πόντ. ἐλεπεῖνα Πόντ. (Ὄφ.) ἀόρ. ἰδεῖναι Πόντ. (Σαράχ.) ἰδναι Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἰδνα Πόντ. (Ὄφ.) Μετοχ. ’δόντα ᾿Απουλ. (Καλημ.) ἰδωμένος κοιν. ᾽διˬωμένος Εὔβ. (Κουρ. Ὀξύλιθ.) ἰδημένος Εὔβ. (Στρόπον.) βλεπούμενος Κύπρ. Χίος βλεπόμενος Πελοπν. (᾽Αρκαδ.) Ρόδ. κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. 393 βλεπημένος Κύπρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. βλέπω. Καὶ ὁ τύπ. γλέπω φαίνεται ἀρχαῖος ὡς πιστοῦται ὑπὸ τοῦ παρ᾽ ᾿Αλκμ. 1,75 ποτιγλέποι. Τὸ λέπω ἐξ ἀνομοιωτικῆς ἀποβολῆς τοῦ β. Ὁ τύπ. ἐβλέπω καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Ρ στ. 8882 (ἔκδ. Schmitt) «τώρᾳ ἐβλέπω καὶ θεωρῶ τῶν συγγενῶν μου σπλάχνος». Ὅτι παλαιὸς καὶ ὁ ἀόρ. γεῖδα μαρτυρεῖ ἡ προστακτ. γιδὲ ἐν 'Επαίν. γυναικ. 402,864 (ἔκδ. KKrumbacher) «λέει τους, γιδὲ ὁ χωριάτης». Ὁ τύπ. ἔδα καὶ ἐν Στάθῃ πρᾶξ. Γ στ. 253 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 162) «καλῶς τὸ δάσκαλο! ἀπατὰ ᾿σὰ σ᾿ ἔδα ἀνήμενά σε ». Ὁ τύπ. βλέπουσε καὶ μεσν Πβ. Ριμάδ. περὶ Βελισσαρ στ. 770-3 γραφὴ κώδ. βλέπουσαι (ἔκδ. Wagner σ. 371) «τέκνον, βλέπουσε, πάγεις μὲ παρρησία, | πρόσεχε, φίλτατε υἱέ, σὰν φθάσῃς ’ς τὴν Περσίαν, | οἱ Πέρσαι εἶναι πονηροί, βλέπε μὴ σ᾿ ἀναπείσουν». Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ τύπ. τούτου ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 6 (1923) 493. Ὁ τύπ. βλεπήσου καὶ ἐν ’Ερωτοκρ. Α 1228 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «εἰς τοῦτες τσοὶ κακὲς ἀρχὲς ὅσο μπορεῖς βλεπήσου» κ.ἀ., προῆλθε δὲ ἐκ τοῦ ἀορ. ἐβλέπησα ἀντὶ ἔβλεψα. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐνθ’ ἀν. Ὁ ἀόρ. εἰδώθηκα ἐξ ἀναλογ. πρὸς τοὺς παθ. ἀορ. τῶν εἰς -ώνω ρ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. εἰπώθηκα <λέγω, καμώθηκα<κάνω κττ. Διὰ τοὺς κλιτοὺς τύπ. τοῦ ἀπαρ. ἐλεπεῖνα καὶ ἰδνα ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 45 (1933) 45 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ἔχω τὴν αἴσθησιν τῆς ὁράσεως κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ . Χαλδ.): Βλέπω θαμπὰ-θολὰ–καθαρὰ μακρεˬά. Δὲ βλέπει, εἶναι στραβὸς. Μόλις ποῦ βλέπει. Φέρε τὸ φῶς νὰ δοῦμε κοιν. Μᾶς ἔπιασε τὸ πρωτοσκότι καὶ δὲ γλέπουμε νὰ πάμε Καρυὰ Κορινθ. || Φρ. Δὲ βλέπει πέρα ἀπ᾿ τὴ μύτι του (ἐπὶ ἀνθρώπου περιωρισμένης ἀντιλήψεως). Ὅπο͜ιος ἔχει μάτιˬα βλέπει (ἐπὶ πράγματος προδήλου) Βλέπει μακρεˬὰ (ἔχει ὀξεῖαν ἀντίληψιν. Ἡ χρῆσις καὶ μεταγν. Πβ. Πολύβ. 37,1,1 «νοῦν ἐχόντων καὶ μακρὰν βλεπόντων ἀνθρώπων»). Βλέπετε, μάτιˬα, γιὰ νὰ σᾶς βγάλω! (λέγεται εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας ὑπὸ ἐκείνου, εἰς τὸν ὁποῖον λέγουν ὅτι δὲν εἶδε τι καλὰ ἢ δὲν ἐπρόσεξε κττ.) κοιν. Αὐτὸς βλέπει καλὰ ἢ ἁπλῶς βλέπει (εἶναι εἰς ἀνθηρὰν οἰκονομικὴν κατάστασιν, εἶναι εὐκατάστατος, πλούσιος). Δὲ βλέπω (πένομαι) πολλαχ. β) Βλέπω τι ὅπερ ὑποπίπτει εἰς τὴν ἀντίληψιν τῆς ὁράσεως μου, ἐνίοτε μετὰ τοῦ προσδιορισμοῦ μὲ τὰ μάτια μου διὰ νὰ νοηθῇ ἐμφαντικώτερον ἡ ὅρασις κοιν. καὶ ᾿Απουλ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (᾿Αραβάν. Μαλακ. Σίλ. Σινασσ. Φερτ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτιˬα μου. Ἀκουσμένο τό ’χω, μὰ ἰδωμένο δὲν τό ’χω κοιν. Ἔπισατι μέσα ’ς τὰ καβάθιˬα σὰν νὰ μὴν εἴχατι ἰδημένου διαούρτι Στρόπον. Μὲ τ᾿ ὀμμάτ μ’ εἶδ’ ἀτον Κερασ. Τραπ. Ὄφ. Χαλδ κ.ἀ. Νὰ εἶεν ἐλέπ’ναι με, θὰ ἐπιάνε με Τραπ. || Φρ. Ὅπως μὲ βλέπεις καὶ σὲ βλέπω (ἀναμφισβητήτως, οἷον: θὰ ἔρθῃ ὁ δεῖνα ὅπως μὲ βλέπεις καὶ σὲ βλέπω, θὰ γίνῃ αὐτὸ ὅπως μὲ βλέπεις καὶ σὲ βλέπω κττ. Διὰ τὴν σημασιολογικὴν χρῆσιν πβ. Σοφοκλ. ᾿Ηλέκτρ. 477 «πάρεστ᾽ Ὀρέστης ἡμῖν, ἴσθι τοῦτ᾽ ἐμοῦ | κλύουσ’ ἐναργῶς, ὥσπερ εἰσορᾷς ἐμέ»). Βλέπω καὶ παθαίνω νὰ κτλ. (βασανίζομαι πολύ). Δὲ βλέπω τὴν ὥρα (ἀνυπομονῶ). Δὲ σὲ βλέπω ἀπὸ τὴν πεῖνα, τὴν κούρασι κττ. (εἶμαι πολὺ πεινασμένος, κουρασμένος). Δὲν ἔχω μάτιˬα νὰ σὲ δῶ (αἰσχύνομαι. Πβ. Σοφοκλ. Οἰδ Τύρ. 1371 «ἐγὼ γὰρ οὐκ οἶδ’ ὄμμασιν ποίοις βλέπων | πατέρα ποτ’ ἂν προσεῖδον εἰς Ἅδου μολών»). Δὲ βλέπει τὴν τύφλα του (τὴν κατάστασιν, τὸ κατάντημά του). Ἔχω δεῖ πολλὰ (ἔχω ἀποκτήσει μεγάλην πεῖραν. Πβ. Ὁμ. α3 «πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω»). Δὲν ἔχω δεῖ ἀκόμα τίποτε (εἶμαι ἄπειρος). Εἶδες ἐκεῖ! (δηλ. κατάστασιν, συμπεριφορὰν κττ. πρὸς ἔκφρασιν ὀργῆς ἢ εἰρωνείας). Τὰ βλέπεις; (ἐπὶ ἐπαληθεύσεως προρρηθέντος). Βλέποντας καὶ κάνοντας (ἀναλόγως τῶν περιστάσεων). Εἶναι νὰ μὴν τὴν βλέπῃ ἄνθρωπος (εἶναι πολὺ ἄσχημος). Δὲν εἶναι νὰ τὸ δῇ ἄνθρωπος (εἶναι ἀποτρόπαιον, φρικτόν). Εἶναι νὰ τὸν δῇς καὶ νὰ τὸν λυπηθῇς (εἶναι εἰς ἀθλίαν κατάστασιν, ἀξιολύπητος). Κἄπου μ᾿ εἶδες, κἄπου σ’ εἶδα (ἐπὶ ἀμυδρᾶς ἀναμνήσεως ἢ καὶ ἀδιαφορίας). Ἄλλο νὰ τὸ δῇς κιˬ ἄλλο νὰ τ᾿ ἀκούσῃς (διὰ τὴν σημ. πβ. Ἡρόδ 1,8 «ὦτα τυγχάνει ἀνθρώποισιν ἐόντα ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν»). Νὰ τὸ δῶ καὶ νὰ μὴν τὸ πιστέψω (ἐπὶ ἀπιθάνων συμβάντων). Βλέπω καὶ δὲ βλέπω (ἀμυδρῶς βλέπω, σχεδὸν δὲν βλέπω). Τὸν βλέπει μὲ τ’ ἄγριο-μὲ τὸ καλὸ (ἐνν. μάτι, δηλ τὸν βλέπει ἀγρίως, ἠπίως). Νὰ σὲ βλέπωμε κἄπου κἄπου (νὰ μᾶς ἐπισκέπτεσαι) κοιν. Θὰ σὲ δῇ ὁ Θεὸς (θὰ σὲ τιμωρήσῃ) Αἴγιν. Ἔχω σε δεῖ (θὰ ἴδω άν, οἷον: ἔχω σε δεῖ νὰ μοῦ τὸν διορθώσῃς ὅπως τοῦ πρέπει, ἔχω σε δεῖ νὰ τὸν περάσῃς ’ς τὰ μαθήματα) Κύπρ. Γίνιτι τοὺ ἔλα τσὶ νὰ δῇς (μεγάλη ἀναστάτωσις) Λέσβ. Σὲ βλέπω καὶ δὲ σὲ βλέπω (εὑρίσκεσαι ἐν κινδύνῳ) Κεφαλλ. Βλέπου τὰ νύχιˬα μ᾽ (βλέπω τοὺς ὄνυχάς μου προληπτικῶς διὰ νὰ ἀποφευχθῇ βάσκανος ἐπίδρασίς μου ἐπ᾿ ἄλλου) Λέσβ. Ὅνταν κοιμᾶται, ᾽κ᾿ ἐλέπ' (τὸ μόνον του ἐλάττωμα εἶναι, ὅτι δὲν βλέπει, ὅταν κοιμᾶται, ἀστεία ἐπαινετικὴ ἔκφρασις) Κρώμν. Χαλδ. || Παροιμ. φρ. Ὅσοι ἐπρόλαβαν τὸν Κύριο εἶδαν (οἱ δραστήριοι καὶ ταχεῖς ἐπιτυγχάνουν). Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν (ἐκ τῆς ἐκκλησιάστικῆς γλώσσης, ἐφωτίσθημεν ἢ καὶ ἐσώθημεν). Πο͜ιὸς εἶδε τὸ Θεὸ καὶ δὲν τὸν ἐφοβήθη ! (ἐπὶ ἐκρήξεως παραφόρου ὀργῆς, μανίας τῶν στοιχείων τῆς φύσεως καὶ γενικῶς ἐπὶ ἀπροσδοκήτων συμφορῶν) κοιν. ᾿Εγὼ στραβώνω καὶ πουλῶ, ἐσὺ βλέπε κιˬ ἀγόραζε (ὅτι ἀπαιτεῖται ἐξαιρετικὴ προσοχὴ κατὰ τὴν ἀγορὰν πράγματός τινος διὰ νὰ μὴ ἀπατηθῇ τις περὶ τῆς ἀξίας του) σύνηθ. Περισσότερα βλέπουν τὰ τέσσερα, παρὰ τὰ δυˬὸ μάτιˬα (διὰ τῆς συνεργασίας πάντοτε ἐπιτυγχάνονται πλείονα) Πελοπν. (Μεσσ.) | Παροιμ. Ὁ πεινασμένος ᾽ς τὸν ὕπνο του καρβέλιˬα βλέπει (ὁ ποθῶν τι ἔχει αὐτὸ πάντοτε κατὰ νοῦν. Ἡ παροιμία ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ.). Μάτιˬα ποῦ δὲν βλέπονται γλήγορα λησμονε͜ιοῦνται (μοιραῖον ταχὺ ἐπακολούθημα τοῦ χωρισμοῦ εἶναι ἡ λησμοσύνη) κοιν. Γνωμ. Τῆς νύχτας τὰ καμώματα τὰ βλέπ’ ἡ μέρα καὶ γελᾷ σύνηθ. Ἔβλεπε καὶ μὴ μιλῇς νὰ περνᾷς καλὴ ζωῇ Χίος. Πολλάκις τίθεται εἰς τὸ τέλος τῆς προτάσεως τὸ βλέπω ἢ παρεμβάλλεται εἰς τὴν πρότασιν ἄνευ σχέσεως συντακτικῆς κατ᾿ ἐξέλεξιν τοιαύτης σχέσεως, καθ’ ἣν τὸ βλέπω ἠκολούθει πρότασις εἰδικὴ ὡς ἀντικείμενον κοιν.: Κἄτι συχνὰ πάς ἐκεῖ, βλέπω. Ἔχεις καὶ παράπονα, βλέπω. Περνοῦμε, βλέπεις, δύσκολη ἐποχή. Ἔτυχαν, βλέπεις, δύσκολες περιστάσες κοιν. Ὁ δὲ ἀόρ. τῆς ὑποτακτικῆς ἰδῇς μετὰ τοῦ νὰ ἀποτελῶν πρότασιν παρακελευσματικὴν τῆς ὁποίας τὸ ἀντικ. ἕπεται κατὰ πρότασιν εἰδικὴν μετὰ τοῦ πῶς, οἷον: νὰ ἰδῇς πῶς δὲ θὰ νο͜ιώσῃ τίποτε-πῶς θὰ πάῃ-πῶς θὰ τὸ πῇ κττ., ὑπῆρξεν ἡ ἀρχή, ὅθεν ὁρμηθὲν τὸ νὰ ἰδῇς μετετέθη εἰς τὸ τέλος τῆς προτάσεως ἄνευ οὐδεμιᾶς συντακτικῆς σχέσεως πρὸς τὰ ἡγούμενα, χρησιμεύει δὲ ἁπλῶς εἰς δήλωσιν ἐμφάσεως κοιν.: Ἔχει καὶ παράπονα, νὰ ἰδῇς. Δὲ μᾶς καταδέχεται κιˬόλας, νὰ ἰδῇς. Φτωχός, μὰ περήφανος, νὰ ἰδῇς. γ) ᾽Αντιλαμβάνομαι κοιν.: Βλέπω ὅτι μὲ κοροϊδεύει–κάνει κατάχρησι τῆς φιλίας μας κττ. Τὸ βλέπω ὅτι εἶναι κακό, ἀλλὰ τί νὰ κάμω! Δὲ βλέπεις τοὶς προστυχιˬές του-τοῖς χάρες του; Γιὰ νὰ δοῦμε τί λές-τί πρέπει νὰ κάνωμε-τί θ᾽ ἀπογίνῃ; Τώρα βλέπω πῶς ἔχετε ἄδικο-δίκα͜ιο κττ. Ὅταν πεθάνω, τότε θὰ δῇς τί ἔχασες. Καθὼς βλέπω τὰ πράματα δὲν πάν καλὰ κοιν. || Φρ. Νὰ ἰδοῦμε (ὅταν ἀμφιβάλλοντες εἰς τὰ λεγόμενα προσμένωμεν νὰ μᾶς πληροφορήσῃ ἡ ἔκβασις τοῦ πράγματος) κοιν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. ᾿Αριστοφ. Λυσιστρ. 1231 «νῦν μὲν γὰρ ὅταν ἔλθωμεν εἰς Λακεδαίμονα | νήφοντες, εὐθὺς βλέπομεν ὅ,τι ταράξομενν». δ) Ρίπτω τὰ βλέμματά μου ἐπί τινος, προσέχω τινὰ Νίσυρ.: ᾎσμ. Θέ μου μεγαλοδύναμε, ’ς ἐμὲν ἦτον νὰ βλέψῃς νὰ πάρῃς τὸν καλόν μου γιˬὸν γιˬὰ νὰ μὲ ἀδικέψῃς; (μοιρολ.). 2) Ἐπαναβλέπω τινὰ κοιν.: Ἔτσι, νὰ δῶ μὲ τὸ καλὸ τὸ παιδί μου! (ὅρκος) κοιν. || ᾎσμ. Κράτα με, μάννα, κράτα με καὶ μὴ μὲ ξαμολύνῃς, τὶ ἂ σώσω καὶ ξαμολυθῶ, ποτέ σου δὲ μὲ λέπεις ( μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.). 3) Θερμαίνω κοιν.: Παράθυρο-σπίτι-χωριˬὸ ποῦ τὸ βλέπει ὁ ἥλιˬος κοιν. Πρέπ’ νὰ τοὺ γλέπ᾽ ἀπουμακρεˬὰ ἡ φουτιˬά γιˬὰ νὰ ψτῇ καλὰ τοὺ σφαχτὸ Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Γνωμ. Σπίτι ποῦ δὲν τὸ βλέπ’ ὁ ἥλιˬος, τὸ βλέπ’ ὁ γιˬατρὸς σύνηθ. 4) Εἶμαι ἐστραμμένος πρός τι σύνηθ.: Τὸ παράθυρο-τὸ σπίτι βλέπει ’ς τὴν ἀνατολὴ-πρὸς τὸ βορεˬὰ κττ. σύνηθ. ᾽Εκεῖ εἶναι ἕνα παραθ’ράκι καὶ γλέπ’ μέσα σὲ μιˬὰν ἐκκλησιˬὰ Θρᾴκ. (Μέτρ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. ’Απομνημ. 3, 8, 9 «ταῖς πρὸς μεσημβρίαν βλεπούσαις οἰκίαις». 5) Φωτίζω ’Ιων. (Σμύρν.) Κύπρ. Μεγίστ. Σύμ. Τῆλ.: ᾎσμ. Βλέπε μου, φεγγαράκι μου, κιˬ αὐγὴ μὴν ξημερώσῃς νὰ πά’ νὰ βρῶ τὸν κρῖνο μου ’ς τὴν κλίνην νὰ κοιμᾶται Τῆλ. 6) Εὑρίσκω, ἐπιτυγχάνω κοιν.: Δὲ βλέπω προκοπή. Τὸ καλὸ ποῦ μοῦ ᾿κανες νὰ τὸ δῇς ᾿ς τὰ παιδιˬά σου! (εὐχή). Νὰ μὴ δῇς χαΐρι καὶ προκοπή! (ἀρὰ). Δὲ μπορῶ νὰ δῶ τὴν ὑγε͜ιά μου κοιν. Δὲ γλέπω θεραπεία Κύθν. ’Μεῖς ἤρταμι ἔδιˬου πέρα νὰ δοῦμι δ’λε͜ιὰ Λεσβ. 7) ᾽Απολαμβάνω σύνηθ.: Δὲν εἶδα ποτὲ ἀπ’ αὐτὸν οὔτε δεκάρα–οὔτε ἕνα τριˬαντάφυλλο κττ. Σὰν τί καλὸ μπορεῖς νὰ δῇς ἀπὸ δαῦτον; 8) Συγκεντρώνω τὸ ἐνδιαφέρον μου εἴς τι, ἀποβλέπω εἴς τι κοιν.: Βλέπει ν’ ἁρπάξῃ-νὰ πιῇ-νὰ φάῃ κττ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. ’Ιδ. Ἄλεξιν παρ’ ᾽Αθην. 4, 134C, «ἀπὸ συμβόλων ἔπινον ὀρχεῖσθαι μόνον βλέποντες». Πβ. καὶ Ξενοφ. Κύρ. παιδ. 1, 4, 21 «μόνον ὁρῶν τὸ παίειν τὸν ἁλισκόμενον. 9) Ἐξετάζω τινά, ἐπὶ ἰατρῶν κοιν.: Πο͜ιὸς γιˬατρὸς σὲ βλέπει; Πάω νὰ μὲ δῇ ὁ γιˬατρὸς, γιατὶ δὲν αἰστάνομαι καλά. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. Δ 204-6 «ὄρσ’, ᾽Ασκληπιάδη, καλέει κρείων ᾿Αγαμέμνων, ! ὄφρα ἴδῃ Μενέλαον ᾿Αρήιον, ἀρχὸν ᾽Αχαιῶν, | ὅν τις ὀιστεύσας ἔβαλεν». 10) Φροντίζω, προσπαθῶ Κρήτ. κ.ἀ.: ᾌσμ. Τὰ μάρωπα ποῦ μοῦ ᾽κλεψε νὰ ἰδῇ νὰ μοῦ πλερώσῃ Κρήτ. ᾽Εκεῖ ὀμπρὸς ’ς τὴν πόρτα του νὰ δῇς νὰ τὸν κρεμάσῃς CFaureil Chants popul 212. Νὰ τ’ ἄρματά μου φόρεσ᾽ τα καὶ ἰδὲς νὰ τὰ τιμήσῃς ΣΖαμπελ. ᾌσμ. Δημοτ. 607. 11) Βόσκω Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Ρόδ. κ.ἀ. Γλέπω τὰ πράτ-τα Ρόδ. Βλέπει τὰ βούδκιˬα Κύπρ. || ᾌσμ. Τριˬὰ προβατάκιˬα τσ᾿ ἤδωκε, dὴ σκύλλα gαστρωμένη καὶ ’ς τὸ βουνὸ τὴν ἤπεψε νὰ πάῃ νὰ τὰ βλέπῃ ’Απύρανθ. 'Εννεˬὰ χιλιˬάδες πρόβατα ἐννεˬὰ βοσκοὶ τὰ βλέπαν, οἱ πέdε πάσι γιˬὰ φιλεῖ κ᾿ οἱ τρεῖς γιˬὰ τὴν ἀγάπη αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β 62 (ἔκδ. ΣΞανδουδ.) «ὁ κύρις τση τὴν ἤπεμπε κ᾿ ἤβλεπε τὸ κουράδι». 12) Ἐπιτηρῶ, ἐπιβλέπω, προστατεύω ’Απουλ.(Καλημ.) Θήρ. (Οἴα) Θρᾴκ. (Αἶν.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Κίμωλ. Κρήτ. (Βάμ. Βιάνν. Μονοφάτσ. Ρέθυμν. Σφακ. κ.ἀ.) Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ. κ.ἀ.) Νίσυρ. Ρόδ. (᾿Αφάντ. κ.ἀ.) Σίφν. Σύμ.: Ἡ Παναγία νὰ σὲ βλέπῃ! Κίμωλ. Οἴα Ἡ Παναγία νὰ μᾶσε βλέπῃ καὶ νὰ μᾶσε ξεμιστεύῃ ἀπὸ κάθε κακό! Κρήτ. Βλέπω τὸ ἀbέλι Κρήτ. Γλέπω τὸ μωρὸ Ρόδ. Γλέπω τοὶς κουέλ-λες Κύπρ. Βλεπίζω τ᾿ ἀbέλι ᾽Απύὑρανθ. ᾿Εν τοὶς ἠγλέπει καλὰ τοῖς συκεˬὲς Σύμ. || Φρ. Βλέπω τὸ λείψανο (φυλάττω τὸ λείψανον, διανυκτερεύω εἰς τὴν οἰκίαν θανόντος) ᾽Απύρανθ. Κρήτ. || Γνωμ. Βλέπε με, Θέ μ᾽, ἀπὸ σπανὸ καὶ μαλλιˬαρὴ γυναῖκα Κρήτ. || Παροιμ. Ἁπού ’χει ἀμπέλιˬα ἔχει τα καὶ ποῦ τὰ βλέπει τρώει τα (ἐπὶ τῶν διεξαγόντων τὰς ἐργασίας των διὰ ξένων) Ρόδ. || ᾌσμ. Μάννα μου, τὴ γυναῖκα μου καλὰ νὰ τήν ἠγλέπῃς Λιβύσσ. Ἅι μου Παντελέηˬμονα, ποῦ κάθεσαι ᾿ς τὸ θρόνο, βλέπε το τὸ πουλ-λάκι μου πᾶσα καιρὸ καὶ χρόνο Νίσυρ. Παναγιˬά μ᾿ ἀπὸ τὴ Νιˬό, | βλέπε τὸ μοναχογιˬὸ Οἴα Παναιˬά μου ἀπὸ τὴν Κάσο, | γλέπε το νὰ μὴν τὸ χάσω ’Αφάντ. Φέγγο μου, φεγγάρι, | βλέφσε μου τὸ σιτάρι, νὰ μὴ τὸ φάνε οἱ βρούκουλοι... (βρούκουλοι=ἀκρίδες) Καλημ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. ’Απολλ. Διήγ. στ. 109 (ἔκδ. G.Wagner 252) «διὰ τοῦτο παραγγέλλω σου νὰ βλέπῃς τὴν ζωήν σου». Καὶ κατὰ παράλειψιν τοῦ ἀντικ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Σίφν.: Ἡ Παναγιˬὰ νὰ βλέπῃ! Σίφν. || Φρ. Θεὸς νὰ βλέπῃ παρὰ ἔγνο͜ια τσῆ παdρειˬᾶς ! (κάθε ἄλλο σκοπεύει παρὰ νὰ ὑπανδρευθῇ) ᾽Απύρανθ. β) ᾿Ενεργ. καὶ μέσ. προσέχω Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. (Λεμεσ. κ.ἀ.) Μεγίστ. Ρόδ.: Βλέπε νὰ μὴν ἀργήσῃς καὶ κρυώσ’ ο' φοῦρνος Κρήτ. Βλέπε μὴν πέσῃς Ρόδ. Βλεπήσου νὰ μὴ bέσῃς-νὰ μὴ σὲ ξεdερίσῃ τὸ βούι Κρήτ. Ὁ γάιδαρος εἶναι δακανιˬάρις καὶ νὰ βλέπεσαι μὴ σὲ δακάσῃ αὐτόθ. ᾿Εβλεπήθηκα ᾽γὼ ὀφέτος καὶ δὲν ἐκρυγιˬολόησα αὐτόθ. Νὰ γλεπηθῆτε μὲν κάμετε τίποτε μέσ᾿ ᾿ς τὸν χωρκὸν Κύπρ. || Γνωμ. Γλέπου νὰ σὲ γλέπῃ τιˬ ὁ Θεὸς Κύπρ. || ᾌσμ. Ἄρχιξε, γλῶσσα μ᾿, ἄρχιξε, μὰ βλέπε νὰ μὴ σφάλῃς, γιˬατὶ σ᾽ ἐτριγυρίσασι πολλῶ λογιˬῶ δασκάλοι Κρήτ. Βλέπουσε, Κωσταdῖνο μου, μὴν ἀλλαξοπιστήσῃς, νὰ μαγαρίσῃς τὸ σταυρό, ν’ ἀλλάξῃς τ’ ὄνομά σου αὐτόθ. Χαρίζω σού τη τὴ ζωὴ τέσσερους πέντε χρόνους, μὰ βλέπον μὴ τὸ καυχιστῇς, μὴ τὸ ξεστοματίσῃς Κάρπ. Μὰ ᾽ς τῆς Καρπάθου τὰ νερὰ γλέπου μὴν ταξιδέψῃς Μεγίστ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Κ.Δ. (Μᾶρκ. Εὐαγγ. 8,15) «ὁρᾶτε, βλέπετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων». Ἡ μέσ. χρῆσις καὶ μεσν. Πβ. Γαδάρ. διήγ. στ. 153 (ἔκδ. G. Wagner σ.128) «λέγει καὶ τὸν κὺρ γάδαρον βλέπεσε μηδὲν σφάλῃς». 13) ᾽Αναμένω, περιμένω τινὰ Κρήτ.: ’Επῆγα κ' ἔβλεπά τονε γιˬὰ νὰ περάσῃ, μὰ δὲν ἐπέρασενε. 14) Περιποιοῦμαι Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Λέσβ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) κ.ἀ.: Παροιμ. Ἁποὺ βλέπει τὰ ροῦχα του ἔχει τὰ μισὰ (διατηρῶν τις καλῶς τὰ ἐνδύματά του ἔχει κέρδος τὸ ἥμισυ τῆς ἀξίας αὐτῶν. Συνών. παροιμ. ὅπο͜ιος φυλάει τὰ ροῦχα του ἔχει τὰ μισὰ) Κρήτ. || ᾎσμ. Δὲν ἔχει κόρη νὰ τοὺν δγῇ, μάννα γιˬὰ νὰ τοὺν κλαίῃ Αἶν. 15) Νοσηλεύω Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Μακεδ. (Καστορ.) : ᾎσμ. Πο͜ιὸς ἀρρουστήσ’ ἀπὸ τ’ ἰμᾶς, ὅλοι νὰ τοὺν ἰδιˬοῦμι Καστορ. 16) Φρουρῶ, ἀγρυπνῶ Κρήτ.: Ἕνας Τοῦρκος ἔβλεπεν εἰς τὴ bόρτα τσ’ ἐκκλησιˬᾶς. || ᾎσμ. Οὕλες οἱ βίγλες βλέπουνε κ᾽ εσεῖς κοιμᾶστε μόνο. β) Παραφυλάττω, παραμονεύω Κρήτ. : Νὰ πάω θέλει νὰ βλεπίσω νὰ δῶ πο͜ιὸς κόβγει τὰ μῆλα. 17) ’Ενεργ. καὶ μέσ. κατοπτρίζομαι Θρᾴκ. (Αἶν.) -ΑΧριστοπ. Ποιήμ. 113: ᾎσμ. Τοὺ χτένι νὰ χτινίζουμι κὶ τοὺ γυˬαλὶ νὰ γλέπου Αἴν. || Ποίημ. Ἄς γένουμουν καθρέφτης νὰ βλέπεσαι 'ς ἐμένα κ’ ἐγὼ νὰ βλέπω πάντα τὸ κάλλος σου κ’ ἐσένα ΑΧριστόπ. ἔνθ’ ἀν. 18) Συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, εὐδοκῶ πολλαχ.: Εἶδε ὁ Θεὸς κ᾽ ἔφεξε ἡ μέρα. Εἶδε ὁ θεὸς καὶ τὸν ἀπάντησα. Εἶδε ὁ Θεὸς κ᾿ ἔζησε τὸ παιδὶ πολλαχ. Εἶδ’ οὑ Θιὸς ν᾽ ἀνάψου μιˬὰ λαbάδα Σάμ. 19) Ὑφίσταμαι ἐπίδρασιν Σῦρ. (Ἑρμούπ.): Ἔβαλα ’ς τὸ νερὸ τὰ ροβίθιˬα καὶ δὲν εἴδανε (δὲν ἐφούσκωσαν ὑγραθέντα). Τόση ὥρα βράζει τὸ κρέας κιˬ ἀκόμη δὲν εἶδε (δὲν ὑπέστη τὴν ἐπίδρασιν τοῦ βρασμοῦ, εἶναι ἄβραστον). 20) ᾿Εκφύω βλαστοὺς, θάλλω, ἐπὶ φυτῶν Κύπρ. Χίος: Ἤβλεψε τὸ δέντρο Χίος. Μετοχ. βλεπούμενος Κύπρ. Χίος καὶ βλεπάμενος Πελοπον. ('Αρκαδ.) Ρόδ. -Λεξ. Βλαστ. 393 ὡς ἐπίθ.: ὁ βλέπων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στραβός, τυφλὸς κττ.: Θαροῦν οἱ στραβοὶ πῶς οἱ βλεπάμενοι δὲν ἔχουν μ-μάτιˬα Ρόδ. || Παροιμ. 'Εβόηˬθαγε ὁ στραβὸς τὸ βλεπάμενο (ἐπὶ ἀτόπου προσπαθείας, ἐπὶ θυσίας ὑπὲρ τοῦ μὴ ἔχοντος ἀνάγκην) 'Αρκαδ. || ᾎσμ. Βλεπούμενος ποῦ τὸ πουλεῖ, στραβὸς ποῦ τ' ἀγοράζει, νὰ ρίχτῃ τ’ ἄσπρα ἀμέτρητα, νὰ μὴν τὰ λογαριˬάζῃ Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA