ἀντεροσύκωτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντεροσύκωτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντεροσύκωτα τά, Ρόδ. Σῦρ. ἀdεροσύκωτα Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄντερα καὶ συκώτιˬα.
Σημασιολογία
Ἔντερα μετὰ τοῦ ἥπατος, ἐν γένει δὲ τὰ σπλάγχνα ἔνθ’ ἀν.: Φρ. ᾿Εξέρασε τ’ ἀdεροσύκωτά του! (ἐπὶ ἀκατασχέτου ἐμετοῦ) Κρήτ. Ποῦ νὰ φάῃς τ’ ἀντεροσύκωτά σου! (ἀρὰ) Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA