γαιˬδουροφωνάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαιˬδουροφωνάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαιˬδουροφωνάρα ἡ, σύνηθ. γααροφωνάρα Κῶς κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ φωνάρα.

Σημασιολογία

Μεγάλη, ἰσχυρὰ φωνὴ σύνηθ.: Ἤβκαλεν κἄτι γααροφωνάρες! Κῶς || Ποίημ. Καὶ νὰ ξυπνῶ τοὶς γειτονιˬὲς μὲ γαιˬδουροφωνάρες ΓΣουρῆ Ρωμ. ἀρ. 125.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/