ἀντεροφουσκίζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντεροφουσκίζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντεροφουσκίζομαι Κίμωλ. Σίφν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄντερο καὶ τοῦ ρ. *φουσκίζομαι<φούσκα.
Σημασιολογία
Ἀντεροφουσκιάζω, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἀντεροφουσκίστηκα! Κίμωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA