γαΐλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαΐλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαΐλι τό, ἀμάρτ. γαΐ’ Θεσσ. (Ζαγορ.) γκαΐλι Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαΐλα.

Σημασιολογία

1) Γαΐλα 1, ὃ ἰδ., Ἤπ.: Φρ. Τὰ γκαΐλια ᾿ς τὸ ψοφίμι μαζεύονται. || ᾎσμ. Καθὼς μαυρίζουν τὰ κλαριˬά, τ’ ὄργωμα, τὰ προσήλιˬα ἀπὸ τὰ μαῦρα τὰ πουλλιˬά, κοράκιˬα καὶ γκαΐλιˬα Ἤπ. 2) Γαΐλα 2, ὃ ἰδ., Ἤπ.: Μαῦρος σὰν γκαΐλι. Ἡ λ. καὶ ὄν. βοὸς μέλανος Ἤπ. 3) Ὄνος Θεσσ. (Ζαγορ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/